30.6.10
Ελεήστε τις τράπεζες!
Διαβάζοντας την είδηση για "το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που ιδρύεται με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος", σκέφτομαι ότι οι καημένες οι τράπεζες πραγματικά δεινοπαθούν και χρειάζονται στήριξη από το -κατά τα άλλα απένταρο- Δημόσιο στο δράμα που ζουν αυτό τον καιρό!
Κατά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, "οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκαν στα 379,7 δισ. ευρώ από 373,1 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, αναρριχήθηκαν δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο από την αρχή καταγραφής των στοιχείων το Μάρτιο του 1998".
Το πόσο αξιοπερίεργη είναι η διαβόητη 'κρίση' που μας πλασάρουν συστηματικά, το δείχνει η εκθετική άνοδος των καταθέσεων τα τελευταία 12 χρόνια -και ειδικά στη διάρκεια της 'κρίσης' (διάγραμμα άνω). Φαίνεται ότι, με κάποιο μαγικό τρόπο, τα ασφαλιστικά ταμεία αδειάζουν, ενώ οι τράπεζες γεμίζουν (6.6 δις αύξηση των καταθέσεων σε ΕΝΑ μόνο μήνα!!!).
Τι περίεργο...
.
25.6.10
23.6.10
Η πολυτέλεια της μισθωτής δουλείας *
Ένα άρθρο του Περικλή Κοροβέση, από την Ελευθεροτυπία 19.6.10.
Την εποχή όπου η δουλεία ήταν νόμιμος και αποδεκτός θεσμός, ο δούλος είχε μια αξία.
Ο κύριός του για να τον αποκτήσει είχε καταβάλει ένα αντίτιμο και ήταν ένα πολύτιμο τμήμα της περιουσίας του. Και για να αβγατίσει κάποιος την περιουσία του, πρέπει να την προσέχει και να τη φροντίζει. Και ο δούλος είχε πάντα στέγη, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ηταν ένα είδος ζώου και απολάμβανε όλα τα δικαιώματα του ζώου. Αυτό που έλειπε από τον δούλο ήταν η ελευθερία του. Δεν μπορούσε να ορίσει τη ζωή του. Θα έκανε όποια δουλειά και να του λέγανε και θα έμενε σαν φυλακισμένος στον τόπο που του είχαν επιβάλει άλλοι.
Σήμερα η δουλεία έχει επισήμως καταργηθεί, άσχετα αν σαν θεσμός ζει και βασιλεύει σε πολλά μέρη του κόσμου. Τι γίνεται όμως σήμερα στον λεγόμενο ελεύθερο κόσμο; Εχουμε όλοι τη δυνατότητα να επιλέξουμε μια εργασία που να ταιριάζει με τις δημιουργικές μας ικανότητες; Μπορούμε να επιλέξουμε κάποιον τόπο διαμονής που να μην είναι κάτεργο, αλλά σπίτι; Εχουμε τη δυνατότητα να μετακινηθούμε σε κάποιον επιθυμητό προορισμό; Σίγουρα όχι. Κάνουμε τη δουλειά που βρίσκουμε, μένουμε εκεί όπου μπορούμε να πληρώσουμε το νοίκι και πάμε εκεί όπου βρίσκουμε μια προσφορά. Και ύστερα κάνουμε και τον σταυρό μας. Και λέμε: «Τυχεροί είμαστε. Εχουμε ακόμα δουλειά». Και αυτό πια είναι πολυτέλεια.
Και αν υποθέσουμε πως αυτές οι σκέψεις έχουν κάποιον ειρμό, τότε θα μπορούσαμε να τις τραβήξουμε στα άκρα. Αν κάποιος σκλάβος στοίχιζε στον ιδιοκτήτη του το ίδιο με ένα αυτοκίνητο, ή με ένα άλογο, σήμερα ο εργαζόμενος δεν στοιχίζει τίποτα. Τζάμπα τον παίρνει, τζάμπα τον απολύει. Και αυτό λέγεται ελεύθερη αγορά. Και όλοι μας τρέχουμε να υπερασπιστούμε τις θέσεις εργασίας που χάνονται, καλώς βέβαια, αλλά ποτέ δεν σκεφτόμαστε πως ίσως υπερασπιζόμαστε ένα καθεστώς δουλείας. Αυτό της μισθωτής εργασίας. Προυντόν, Μαρξ, Ενγκελς, Μπακούνιν, Κροπότκιν και πολλοί άλλοι είχαν γράψει γι' αυτά. Τα θυμάται κανείς σήμερα; Ή έχουμε γίνει όλοι μέρος του συστήματος;
Και αυτά τα ονόματα οδηγούν αναγκαστικά στην Αριστερά. Σε μια εποχή συνολικής καταστροφής, ποια είναι η σκέψη της Αριστεράς; Τι λένε τα κόμματά της; Ποια η σχέση τους με την κοινωνική πραγματικότητα; Ο Μανώλης Γλέζος μέτρησε 49 κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς. Δεν ξέρω αν μέσα σε αυτές βάζει και τους αναρχικούς ή αν αυτός ο αριθμός αφορά μόνο τις κομμουνιστογενείς οργανώσεις. Οπως και να έχει η κατάσταση, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Η μια Αριστερά αναιρεί την άλλη. Αλλιώτικα δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Πιστεύουν πως το δίκαιο και το σωστό βρίσκεται με το μέρος τους και οι υπόλοιπες είναι λάθος. Είναι ακριβώς η ίδια λογική της ποδοσφαιρικής ομάδας. Το μόνο που μετράει είναι το πρωτάθλημα. Δηλαδή οι εκλογές και τα κουκιά.
Και δεν είναι λίγοι αυτοί οι αριστεροί, οργανωμένοι ή ανοργάνωτοι, που θεωρούν τον εαυτό τους μέλος κάποιου κλαμπ ή ότι ανήκουν σε μια ελίτ που τους επιτρέπει να σχολιάζουν τα πάντα χωρίς οι ίδιοι να κάνουν τίποτα. (Κατά κανόνα έχουν καλές δουλειές και αισθάνονται την Αριστερά σαν κάποιο κληρονομικό τίτλο τιμής.) Αλλά η κοινωνία είναι ένα περίεργο μείγμα που δεν έχει ιδεολογική καθαρότητα. Οι περίφημοι Ταλιμπάν σήμερα θεωρούνται αξιόπιστοι συνομιλητές και τους προσφέρεται μερίδιο στην εξουσία. Και ίσως η λύση στο Αφγανιστάν να προέλθει από έναν τέτοιο συμβιβασμό, δεδομένου ότι ο πόλεμος για το ΝΑΤΟ έχει χαθεί. Αυτό μπορεί να μη σημαίνει Δημοκρατία, αλλά δείχνει πώς διαμορφώνονται τα κοινωνικά φαινόμενα. Η αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια των πολλών θα εκφραστούν από αυτόν που θα εκφέρει έναν πειστικό λόγο. Ασχετα αν είναι αληθινός ή ψεύτικος. Εξάλλου, δεν είναι πολλοί αυτοί που ψάχνουν την αλήθεια. Οι περισσότεροι μια πίστη ψάχνουν. Και θρησκείες υπάρχουν πολλές που μπορεί να μην έχουν σχέση με κανένα θεό. Αρκεί ο φανατισμός.
Την εποχή όπου η δουλεία ήταν νόμιμος και αποδεκτός θεσμός, ο δούλος είχε μια αξία.
Ο κύριός του για να τον αποκτήσει είχε καταβάλει ένα αντίτιμο και ήταν ένα πολύτιμο τμήμα της περιουσίας του. Και για να αβγατίσει κάποιος την περιουσία του, πρέπει να την προσέχει και να τη φροντίζει. Και ο δούλος είχε πάντα στέγη, τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ηταν ένα είδος ζώου και απολάμβανε όλα τα δικαιώματα του ζώου. Αυτό που έλειπε από τον δούλο ήταν η ελευθερία του. Δεν μπορούσε να ορίσει τη ζωή του. Θα έκανε όποια δουλειά και να του λέγανε και θα έμενε σαν φυλακισμένος στον τόπο που του είχαν επιβάλει άλλοι.
Σήμερα η δουλεία έχει επισήμως καταργηθεί, άσχετα αν σαν θεσμός ζει και βασιλεύει σε πολλά μέρη του κόσμου. Τι γίνεται όμως σήμερα στον λεγόμενο ελεύθερο κόσμο; Εχουμε όλοι τη δυνατότητα να επιλέξουμε μια εργασία που να ταιριάζει με τις δημιουργικές μας ικανότητες; Μπορούμε να επιλέξουμε κάποιον τόπο διαμονής που να μην είναι κάτεργο, αλλά σπίτι; Εχουμε τη δυνατότητα να μετακινηθούμε σε κάποιον επιθυμητό προορισμό; Σίγουρα όχι. Κάνουμε τη δουλειά που βρίσκουμε, μένουμε εκεί όπου μπορούμε να πληρώσουμε το νοίκι και πάμε εκεί όπου βρίσκουμε μια προσφορά. Και ύστερα κάνουμε και τον σταυρό μας. Και λέμε: «Τυχεροί είμαστε. Εχουμε ακόμα δουλειά». Και αυτό πια είναι πολυτέλεια.
Και αν υποθέσουμε πως αυτές οι σκέψεις έχουν κάποιον ειρμό, τότε θα μπορούσαμε να τις τραβήξουμε στα άκρα. Αν κάποιος σκλάβος στοίχιζε στον ιδιοκτήτη του το ίδιο με ένα αυτοκίνητο, ή με ένα άλογο, σήμερα ο εργαζόμενος δεν στοιχίζει τίποτα. Τζάμπα τον παίρνει, τζάμπα τον απολύει. Και αυτό λέγεται ελεύθερη αγορά. Και όλοι μας τρέχουμε να υπερασπιστούμε τις θέσεις εργασίας που χάνονται, καλώς βέβαια, αλλά ποτέ δεν σκεφτόμαστε πως ίσως υπερασπιζόμαστε ένα καθεστώς δουλείας. Αυτό της μισθωτής εργασίας. Προυντόν, Μαρξ, Ενγκελς, Μπακούνιν, Κροπότκιν και πολλοί άλλοι είχαν γράψει γι' αυτά. Τα θυμάται κανείς σήμερα; Ή έχουμε γίνει όλοι μέρος του συστήματος;
Και αυτά τα ονόματα οδηγούν αναγκαστικά στην Αριστερά. Σε μια εποχή συνολικής καταστροφής, ποια είναι η σκέψη της Αριστεράς; Τι λένε τα κόμματά της; Ποια η σχέση τους με την κοινωνική πραγματικότητα; Ο Μανώλης Γλέζος μέτρησε 49 κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς. Δεν ξέρω αν μέσα σε αυτές βάζει και τους αναρχικούς ή αν αυτός ο αριθμός αφορά μόνο τις κομμουνιστογενείς οργανώσεις. Οπως και να έχει η κατάσταση, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Η μια Αριστερά αναιρεί την άλλη. Αλλιώτικα δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Πιστεύουν πως το δίκαιο και το σωστό βρίσκεται με το μέρος τους και οι υπόλοιπες είναι λάθος. Είναι ακριβώς η ίδια λογική της ποδοσφαιρικής ομάδας. Το μόνο που μετράει είναι το πρωτάθλημα. Δηλαδή οι εκλογές και τα κουκιά.
Και δεν είναι λίγοι αυτοί οι αριστεροί, οργανωμένοι ή ανοργάνωτοι, που θεωρούν τον εαυτό τους μέλος κάποιου κλαμπ ή ότι ανήκουν σε μια ελίτ που τους επιτρέπει να σχολιάζουν τα πάντα χωρίς οι ίδιοι να κάνουν τίποτα. (Κατά κανόνα έχουν καλές δουλειές και αισθάνονται την Αριστερά σαν κάποιο κληρονομικό τίτλο τιμής.) Αλλά η κοινωνία είναι ένα περίεργο μείγμα που δεν έχει ιδεολογική καθαρότητα. Οι περίφημοι Ταλιμπάν σήμερα θεωρούνται αξιόπιστοι συνομιλητές και τους προσφέρεται μερίδιο στην εξουσία. Και ίσως η λύση στο Αφγανιστάν να προέλθει από έναν τέτοιο συμβιβασμό, δεδομένου ότι ο πόλεμος για το ΝΑΤΟ έχει χαθεί. Αυτό μπορεί να μη σημαίνει Δημοκρατία, αλλά δείχνει πώς διαμορφώνονται τα κοινωνικά φαινόμενα. Η αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια των πολλών θα εκφραστούν από αυτόν που θα εκφέρει έναν πειστικό λόγο. Ασχετα αν είναι αληθινός ή ψεύτικος. Εξάλλου, δεν είναι πολλοί αυτοί που ψάχνουν την αλήθεια. Οι περισσότεροι μια πίστη ψάχνουν. Και θρησκείες υπάρχουν πολλές που μπορεί να μην έχουν σχέση με κανένα θεό. Αρκεί ο φανατισμός.
Οι νέοι φιλελεύθεροι *
Ένα άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, από την Ελευθεροτυπία 19.6.10
Το πολυθρύλητο πια τέλος της μεταπολίτευσης, πριν πλησιάσει ως πραγματικότητα, έχει υπάρξει αντικείμενο πόθου από πολλές πλευρές.
Αυτοί τους οποίους αποκαλώ εδώ νέους φιλελεύθερους, είναι από τους πιο ένθερμους θιασώτες της μετάβασης σε αυτό που ζωγραφίζουν ως μια Ελλάδα «κανονική», cool, μεταδογματική, ευπρεπισμένη. Αναφέρομαι εδώ σ' έναν χώρο που τελευταία δείχνει να διευρύνει την επιρροή του κυρίως στο δημόσιο σχολιασμό του πολιτισμού και των κοινωνικών συμπεριφορών· σε μια ευαισθησία η οποία ελκύει ιδιαίτερα τους ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού και του πολιτισμικού πεδίου, συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους γνώμης. Από το Athens Review of books μέχρι το ΕΚΕΒΙ, από την «Καθημερινή» μέχρι το Protagon.gr, από τη φιλελεύθερη Αριστερά μέχρι το «φωτισμένο» συντηρητισμό διαμορφώνονται πλέον αξιοσημείωτες συγκλίσεις. Ο δρόμος χαράχτηκε ουσιαστικά ήδη από τη δεκαετία του '90 μέσα από το μετα-lifestyle έντυπο που μετεξελίχτηκε στη συνέχεια σε free press.
Προς διευκρίνιση: οι νέοι φιλελεύθεροι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ή δεν είναι κατά βάση νεοφιλελεύθεροι. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την «ελεύθερη οικονομία» ως τον αξεπέραστο ορίζοντα της εποχής και μάλλον ως την οριστική μορφή του ανθρώπινου Λόγου, παρά το ότι γοητεύονται από τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία-δημιουργού καινοτομίας, η αιχμή των παρεμβάσεών τους είναι μια ορισμένη πολιτισμική κριτική. Κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν πράγματα που στη Γαλλία των αρχών του '80 αποτελούσαν το αντι-ολοκληρωτικό ρεύμα. Οι ιδέες και αξίες στις οποίες αναγνωρίζονται είναι ο υπεύθυνος ατομικισμός, η καταγγελία του μεγάλου κράτους, η αντίθεση στα άκρα και στους «εξτρεμισμούς». Συχνά υιοθετούν έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό για να λοιδορήσουν τον αιώνιο αρχαϊσμό της Αριστεράς ή τη μετριότητα του πολιτικού προσωπικού της Δεξιάς. Το κοινό πεδίο στο οποίο κινούνται είναι η υπεράσπιση του «ορθολογισμού» απέναντι στη νεοελληνική «παράνοια». Αλλοι επενδύουν στους κανόνες τής -δικής τους βεβαίως- κοινής λογικής και άλλοι στην επινόηση μιας νέας πολιτικής, περισσότερο συμπονετικής και χαρούμενης, μακριά από τις κακές ουτοπίες και τις αγωνιστικές ταυτότητες. Προς Θεού, «όχι άλλοι αγώνες» γράφει αηδιασμένος ένας από τους πρωτοπόρους του χώρου στο «Κυριακάτικο Βήμα».
Οι νέοι φιλελεύθεροι θέλουν να είναι το κόμμα της κίνησης, της ανοιχτόμυαλης διαθεσιμότητας, της πρόθυμης προσαρμογής στα θαυμαστά κελεύσματα της νέας εποχής. Παρ' όλα αυτά, επειδή πιστεύουν ότι βασικός αντίπαλος του εκπολιτισμού των ηθών είναι η σκληρή πολιτική, αναζητούν όλο και συχνότερα τη φιλική συνδρομή των δυνάμεων της τάξης, των άγρυπνων φυλάκων της δημοκρατίας μας. Ο αντι-αυταρχισμός τους είναι κυρίως πολιτισμικός.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος πιστεύει πως αντιπροσωπεύει μια αντικομφορμιστική προσέγγιση στην παρούσα κρίση. Αλλά η ουσία των όσων διακινούν είναι η πιο κοινότοπη αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης για τα ελληνικά δεινά. Το κακό ανάγεται στην ηθική τού νεοέλληνα, στο ότι δεν έκανε τα «αυτονόητα» όταν έπρεπε και τώρα πληρώνει τη γαϊδουριά του. Η νεοελληνική μιζέρια, οι συναισθηματικές υπερβολές, ο λαϊκισμός των διαδηλώσεων, η κοινωνική βία, η ξύλινη γλώσσα: ιδού οι αιτίες της κρίσης. Χάσαμε το μέτρο, λένε. Ωραία. Και πώς συνέβη αυτό; Ποιοι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ποιες εικόνες πλούτου και ευημερίας, ποια life style εγχειρίδια ευφορίας συνέβαλαν στις αυταπάτες; Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χρόνια ηγεμονικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των πεποιθήσεων ή μήπως όλα τούτα ήλθαν από τον ουρανό;
Αλλά για τους νέους φιλελεύθερους ουσιαστικά δεν υφίσταται κοινωνικό πρόβλημα. Ή αν υπάρχει, αφορά μόνο τους απολύτως φτωχούς, τους αποδεδειγμένα αποκλεισμένους, τις ευπαθείς ομάδες. Οπως θα έλεγε και ο Φλομπέρ, το κοινωνικό πρόβλημα (ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικός δεσποτισμός) είναι απώθηση ενός πολύ πιο σημαντικού προβλήματος, το οποίο είναι η άνοδος της βλακείας, ο θρίαμβος της ανοησίας.
Η σημερινή μετάφραση αυτής της υποθήκης είναι ανησυχητική. Εμφανίζεται με την ανακύκλωση των συνθημάτων του αντι-λαϊκιστικού -αλλά πάντοτε υπέρ πλουσίων και ισχυρών- εκσυγχρονισμού. Εκδηλώνεται στη μορφή μιας σωφρονιστικής ηθικολογίας, η οποία αθωώνει τις πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ για να κατακεραυνώσει απλώς κάποιες κραυγαλέες και ασυμμάζευτες περιπτώσεις. Ως προς τούτο υπάρχει μια συνέχεια: στην άποψη ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας, η άσχημη αισθητική, το κιτς. Πολύ παλιά ιδέα, που επανέρχεται για να διανθίσει το έξυπνο ύφος των νέων φιλελεύθερων.
Οι νέοι φιλελεύθεροι συχνά ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται κάποιες αξίες που απειλούνται: λ.χ. την αυτονομία της λογοτεχνίας, τον ελεύθερο πλουραλισμό της γνώμης, την ανεκτικότητα. Πράγματι, όλα αυτά πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για να έχει νόημα η κριτική αντιπαράθεση στην πολιτική, στην κουλτούρα, στα κοινωνικά θέματα. Εχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη ευαισθησία θα ήταν πιο πειστική -σε αυτούς τουλάχιστον που τη βρίσκουν νόστιμη- αν δεν εξαντλούνταν μόνο στο ανελέητο μαστίγωμα των «ακραίων», αλλά έθετε και το πρόβλημα των «μέσων» και των «μετριοπαθών». Αν δεν κάνω λάθος, οι συνταγές, η διακυβέρνηση, τα πρόσωπα, οι αποφάσεις, οι παρέες, τα δίκτυα της λαμογιάς που μας έφεραν ώς εδώ ανήκουν κυρίως σε αυτούς τους τελευταίους. Οσο και αν επιμένουν, δεν μας κυβέρνησε η άκρα Αριστερά αλλά το διαπαραταξιακό μπλοκ της νοικοκυροσύνης.
Οι νέοι φιλελεύθεροι θα ήταν μάλλον πιο ενδιαφέροντες στην πολιτισμική τους κριτική αν δεν διεκδικούσαν τη τωρινή τους λειτουργία: να είναι η εναλλακτική, προωθημένη, branche -θα έλεγαν οι Γάλλοι- εκδοχή του μεσαίου χώρου. Τους λείπει όμως κάτι για να γίνουν ενδιαφέροντες συντηρητικοί: η ποιότητα της απόγνωσης, η αίσθηση της πικρίας, η αυθεντική ηθική αγανάκτηση. Αλλά ούτε και αυτό είναι παράδοξο: η μελαγχολία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μεταμοντέρνου φιλελεύθερου Κέντρου.
Το πολυθρύλητο πια τέλος της μεταπολίτευσης, πριν πλησιάσει ως πραγματικότητα, έχει υπάρξει αντικείμενο πόθου από πολλές πλευρές.
Αυτοί τους οποίους αποκαλώ εδώ νέους φιλελεύθερους, είναι από τους πιο ένθερμους θιασώτες της μετάβασης σε αυτό που ζωγραφίζουν ως μια Ελλάδα «κανονική», cool, μεταδογματική, ευπρεπισμένη. Αναφέρομαι εδώ σ' έναν χώρο που τελευταία δείχνει να διευρύνει την επιρροή του κυρίως στο δημόσιο σχολιασμό του πολιτισμού και των κοινωνικών συμπεριφορών· σε μια ευαισθησία η οποία ελκύει ιδιαίτερα τους ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού και του πολιτισμικού πεδίου, συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους γνώμης. Από το Athens Review of books μέχρι το ΕΚΕΒΙ, από την «Καθημερινή» μέχρι το Protagon.gr, από τη φιλελεύθερη Αριστερά μέχρι το «φωτισμένο» συντηρητισμό διαμορφώνονται πλέον αξιοσημείωτες συγκλίσεις. Ο δρόμος χαράχτηκε ουσιαστικά ήδη από τη δεκαετία του '90 μέσα από το μετα-lifestyle έντυπο που μετεξελίχτηκε στη συνέχεια σε free press.
Προς διευκρίνιση: οι νέοι φιλελεύθεροι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ή δεν είναι κατά βάση νεοφιλελεύθεροι. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την «ελεύθερη οικονομία» ως τον αξεπέραστο ορίζοντα της εποχής και μάλλον ως την οριστική μορφή του ανθρώπινου Λόγου, παρά το ότι γοητεύονται από τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία-δημιουργού καινοτομίας, η αιχμή των παρεμβάσεών τους είναι μια ορισμένη πολιτισμική κριτική. Κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν πράγματα που στη Γαλλία των αρχών του '80 αποτελούσαν το αντι-ολοκληρωτικό ρεύμα. Οι ιδέες και αξίες στις οποίες αναγνωρίζονται είναι ο υπεύθυνος ατομικισμός, η καταγγελία του μεγάλου κράτους, η αντίθεση στα άκρα και στους «εξτρεμισμούς». Συχνά υιοθετούν έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό για να λοιδορήσουν τον αιώνιο αρχαϊσμό της Αριστεράς ή τη μετριότητα του πολιτικού προσωπικού της Δεξιάς. Το κοινό πεδίο στο οποίο κινούνται είναι η υπεράσπιση του «ορθολογισμού» απέναντι στη νεοελληνική «παράνοια». Αλλοι επενδύουν στους κανόνες τής -δικής τους βεβαίως- κοινής λογικής και άλλοι στην επινόηση μιας νέας πολιτικής, περισσότερο συμπονετικής και χαρούμενης, μακριά από τις κακές ουτοπίες και τις αγωνιστικές ταυτότητες. Προς Θεού, «όχι άλλοι αγώνες» γράφει αηδιασμένος ένας από τους πρωτοπόρους του χώρου στο «Κυριακάτικο Βήμα».
Οι νέοι φιλελεύθεροι θέλουν να είναι το κόμμα της κίνησης, της ανοιχτόμυαλης διαθεσιμότητας, της πρόθυμης προσαρμογής στα θαυμαστά κελεύσματα της νέας εποχής. Παρ' όλα αυτά, επειδή πιστεύουν ότι βασικός αντίπαλος του εκπολιτισμού των ηθών είναι η σκληρή πολιτική, αναζητούν όλο και συχνότερα τη φιλική συνδρομή των δυνάμεων της τάξης, των άγρυπνων φυλάκων της δημοκρατίας μας. Ο αντι-αυταρχισμός τους είναι κυρίως πολιτισμικός.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος πιστεύει πως αντιπροσωπεύει μια αντικομφορμιστική προσέγγιση στην παρούσα κρίση. Αλλά η ουσία των όσων διακινούν είναι η πιο κοινότοπη αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης για τα ελληνικά δεινά. Το κακό ανάγεται στην ηθική τού νεοέλληνα, στο ότι δεν έκανε τα «αυτονόητα» όταν έπρεπε και τώρα πληρώνει τη γαϊδουριά του. Η νεοελληνική μιζέρια, οι συναισθηματικές υπερβολές, ο λαϊκισμός των διαδηλώσεων, η κοινωνική βία, η ξύλινη γλώσσα: ιδού οι αιτίες της κρίσης. Χάσαμε το μέτρο, λένε. Ωραία. Και πώς συνέβη αυτό; Ποιοι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ποιες εικόνες πλούτου και ευημερίας, ποια life style εγχειρίδια ευφορίας συνέβαλαν στις αυταπάτες; Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χρόνια ηγεμονικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των πεποιθήσεων ή μήπως όλα τούτα ήλθαν από τον ουρανό;
Αλλά για τους νέους φιλελεύθερους ουσιαστικά δεν υφίσταται κοινωνικό πρόβλημα. Ή αν υπάρχει, αφορά μόνο τους απολύτως φτωχούς, τους αποδεδειγμένα αποκλεισμένους, τις ευπαθείς ομάδες. Οπως θα έλεγε και ο Φλομπέρ, το κοινωνικό πρόβλημα (ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικός δεσποτισμός) είναι απώθηση ενός πολύ πιο σημαντικού προβλήματος, το οποίο είναι η άνοδος της βλακείας, ο θρίαμβος της ανοησίας.
Η σημερινή μετάφραση αυτής της υποθήκης είναι ανησυχητική. Εμφανίζεται με την ανακύκλωση των συνθημάτων του αντι-λαϊκιστικού -αλλά πάντοτε υπέρ πλουσίων και ισχυρών- εκσυγχρονισμού. Εκδηλώνεται στη μορφή μιας σωφρονιστικής ηθικολογίας, η οποία αθωώνει τις πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ για να κατακεραυνώσει απλώς κάποιες κραυγαλέες και ασυμμάζευτες περιπτώσεις. Ως προς τούτο υπάρχει μια συνέχεια: στην άποψη ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας, η άσχημη αισθητική, το κιτς. Πολύ παλιά ιδέα, που επανέρχεται για να διανθίσει το έξυπνο ύφος των νέων φιλελεύθερων.
Οι νέοι φιλελεύθεροι συχνά ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται κάποιες αξίες που απειλούνται: λ.χ. την αυτονομία της λογοτεχνίας, τον ελεύθερο πλουραλισμό της γνώμης, την ανεκτικότητα. Πράγματι, όλα αυτά πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για να έχει νόημα η κριτική αντιπαράθεση στην πολιτική, στην κουλτούρα, στα κοινωνικά θέματα. Εχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη ευαισθησία θα ήταν πιο πειστική -σε αυτούς τουλάχιστον που τη βρίσκουν νόστιμη- αν δεν εξαντλούνταν μόνο στο ανελέητο μαστίγωμα των «ακραίων», αλλά έθετε και το πρόβλημα των «μέσων» και των «μετριοπαθών». Αν δεν κάνω λάθος, οι συνταγές, η διακυβέρνηση, τα πρόσωπα, οι αποφάσεις, οι παρέες, τα δίκτυα της λαμογιάς που μας έφεραν ώς εδώ ανήκουν κυρίως σε αυτούς τους τελευταίους. Οσο και αν επιμένουν, δεν μας κυβέρνησε η άκρα Αριστερά αλλά το διαπαραταξιακό μπλοκ της νοικοκυροσύνης.
Οι νέοι φιλελεύθεροι θα ήταν μάλλον πιο ενδιαφέροντες στην πολιτισμική τους κριτική αν δεν διεκδικούσαν τη τωρινή τους λειτουργία: να είναι η εναλλακτική, προωθημένη, branche -θα έλεγαν οι Γάλλοι- εκδοχή του μεσαίου χώρου. Τους λείπει όμως κάτι για να γίνουν ενδιαφέροντες συντηρητικοί: η ποιότητα της απόγνωσης, η αίσθηση της πικρίας, η αυθεντική ηθική αγανάκτηση. Αλλά ούτε και αυτό είναι παράδοξο: η μελαγχολία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μεταμοντέρνου φιλελεύθερου Κέντρου.
20.6.10
24 Ιουλίου 2010: Κραυγή για δημοκρατία
Το Σάββατο 24 Ιουλίου θα ‘γιορτάσουμε’ 36 χρόνια Μεταπολίτευσης. Θα ακούσουμε ένα κάρο πανηγυρικούς και δηλώσεις περί δημοκρατίας, και φυσικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα κάνει δεξίωση για την ελίτ της χώρας –που θα γιορτάζει κι αυτή για τους δικούς της λόγους.
Ήδη κυκλοφορεί η ιδέα της γενικής κινητοποίησης εκείνη την ημέρα, ώστε να ακουστεί η γνώμη του λαού για τα όσο γίνονται «στο όνομά του» τελευταία. Μια τέτοια κίνηση θα είναι εξαιρετική στον συμβολισμό της, αλλά θα είναι ασθενική αν περιοριστεί μόνο σε μια ακόμη διαδήλωση σαν τις προηγούμενες: τα παχύδερμα τις έχουν συνηθίσει, κάπως όπως εμείς τα σκάνδαλά τους.
Νομίζω ότι χρειάζονται πιο ευφάνταστες κινήσεις, οι οποίες θα πρέπει
- να έχουν πανελλαδική συμμετοχή, όχι μόνο Αθηναϊκή (ας μη ξεχνάμε ότι πολλοί θα λείπουν από την Αθήνα τότε),
- να διευκολύνουν τη συμμετοχή όσων δεν πάνε στις διαδηλώσεις για διάφορους λόγους,
- να είναι ορατές παντού, όχι μόνο σε μερικούς κεντρικούς δρόμους και πλατείες.
Τέτοιες κινήσεις από τον οποιοδήποτε και οπουδήποτε μπορεί να είναι:
- η Ελληνική σημαία μεσίστια ή ανάποδα, μαύρες σημαίες ή άλλες ενδείξεις πένθους σε σπίτια, μαγαζιά, εργασιακούς χώρους,
- κλείσιμο των φώτων για ένα τέταρτο –π.χ. 10 ως 10:15,
- την ίδια ώρα, κορναρίσματα και κάθε είδους θόρυβος, σαν κραυγή διαμαρτυρίας σε όλη τη χώρα.
Ο στόχος δεν είναι απλά μια εκτόνωση, αλλά το να φανεί ξεκάθαρα ότι ο κόμπος είναι έτοιμος να σπάσει το χτένι.
Η αποδοχή αυτής της ιδέας πρέπει να συνοδευτεί από τη μέγιστη δυνατή διάδοσή της, με email, sms, facebook, blog, κ.λπ. Ακόμη πιο αποδοτική θα ήταν και η υιοθέτησή της από όποια εφημερίδα ή κόμμα έχει τα αναγκαία κότσια και δεν αρκείται σε μπλα-μπλα. Σε αυτούς λέμε «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα»!
[δείτε και το επόμενο -εξηγεί ΓΙΑΤΙ χρειάζεται αυτή η κραυγή για δημοκρατία!]
Δρόµοι *
Μια 'Γνώμη' του Ρούσσου Βρανά [αναδημοσίευση από Τα Νέα 18.6.10.]
Ένας ακήρυχτος πόλεµος διεξάγεται σήµερα κατά της δηµοκρατίας. Και είναι ένας πόλεµος που εξαπέλυσε η ολιγαρχία του χρήµατος όταν της δόθηκε η µεγάλη ευκαιρία: η κρίση που ξέσπασε το 2008. Οι κυβερνήσεις είχαν κι αυτές τη δική τους µεγάλη ευκαιρία να αµυνθούν. Δεν µπόρεσαν. Δεν θέλησαν. Και ο πόλεµος έχει τώρα κλιµακωθεί.
Η ολιγαρχία δεν περιορίζεται στην άµυνα. Έχει περάσει στην αντεπίθεση. Υποδαυλίζει παντού µια µαζική υστερία για τα ελλείµµατα των χωρών και ζητεί δραστικές περικοπές στα εισοδήµατα των εργαζοµένων. Γιατί; Επειδή θέλει να εξασφαλίσει ότι τα δάνειά της δεν θα απειληθούν από τα κρατικά χρέη (χρέη που συσσωρεύτηκαν κυρίως από τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να τη διασώσουν από την κρίση που προκάλεσε η ίδια). Οµως, ποια είναι αυτή η ολιγαρχία που συνηθίζουµε να αποκαλούµε «διεθνείς αγορές»; Ποιοι πολεµούν για λογαριασµό της; Πού βρίσκεται το στρατηγείο τους; Ποιοι είναι οι διοικητές τους; Αδικα θα ψάξουµε. Γιατί δεν είναι µια διεθνής συνωµοσία. Είναι µια συµµαχία µεγάλων τραπεζών και διεθνών επιχειρήσεων που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες των χωρών.
Δεν χρειάζεται να καθήσουν µαζί σε ένα τραπέζι για να σχεδιάσουν τη στρατηγική τους. Οσµίζονται αµέσως ό,τι απειλεί την εξουσία τους. Μυρίζονται αµέσως πού βρίσκονται τα κέρδη. Και είναι πάντα έτοιµες να τα αρπάξουν, όπου κι αν βρίσκονται και όποτε µπορούν. Το χάος είναι αυτό που τις τρέφει. Αυτό δίνει στις αγορές τις µεγαλύτερες ευκαιρίες για κέρδη. Επειδή οι πολιτικοί των κοµµάτων εξουσίας είναι πάντα πρόθυµοι να «ακούνε» τις αγορές και να επιζητούν την εύνοιά τους. Κατά τα άλλα, όπως επισηµαίνει ο Λες Λίοπολντ, συγγραφέας του βιβλίου «Η λεηλασία της Αµερικής», ο µηχανισµός της τυπικής δηµοκρατίας συνεχίζει τη λειτουργία του σαν να µη συµβαίνει τίποτα. Εξακολουθούµε να ψηφίζουµε στις εκλογές.
Οµως, οι αποφάσεις που επηρεάζουν περισσότερο τη ζωή µας λαµβάνονται µε έναν βαθιά αντιδηµοκρατικό τρόπο. Οι απρόσωπες αγορές ασκούν στους πολιτικούς πολύ µεγαλύτερο έλεγχο από όσο οι ψηφοφόροι που τους εκλέγουν.
Στον πόλεµο που διεξάγεται σήµερα δεν υπάρχει έλεος γι’ αυτούς που σηκώνουν λευκή σηµαία. Οι διεθνείς αγορές και όσοι βρίσκονται στην υπηρεσία τους δεν αναγνωρίζουν ανακωχή. «Η επίθεσή τους συνεχίζεται µε στόχο το κοινωνικό κράτος, την κοινωνική περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση», διαπιστώνει ο Λες Λίοπολντ. «Μας θέλουν να δουλεύουµε περισσότερο για να αµειβόµαστε λιγότερο, να πληρώνουµε ακριβότερη περίθαλψη για να έχουµε λιγότερη, να πληρώνουµε ακριβότερη παιδεία για να έχουµε λιγότερη δωρεάν παιδεία, να πληρώνουµε ακριβότερη σύνταξη για να την παίρνουµε αργότερα. Με δυο λόγια, θέλουν να ανατρέψουν όλες τις πολιτικές και τα προγράµµατα που πάνω τους στήριξαν κάποτε την επιβίωσή τους οι άνθρωποι των µεσαίων τάξεων».
Σε αυτόν τον πόλεµο, δυστυχώς δεν υπάρχει καµιά εγγύηση πως τελικά θα επικρατήσει η δηµοκρατία. Μα ούτε και για το αντίθετο. Το µόνο βέβαιο είναι πως όποιος σηκώνει λευκή σηµαία, δεν µπορεί να ελπίζει σε έλεος.
[Το κείμενο είναι μετάφραση μέρους του άρθρου του Λες Λίοπολντ "Is there a Global War Between Financial Theocracy and Democracy?".]
Ένας ακήρυχτος πόλεµος διεξάγεται σήµερα κατά της δηµοκρατίας. Και είναι ένας πόλεµος που εξαπέλυσε η ολιγαρχία του χρήµατος όταν της δόθηκε η µεγάλη ευκαιρία: η κρίση που ξέσπασε το 2008. Οι κυβερνήσεις είχαν κι αυτές τη δική τους µεγάλη ευκαιρία να αµυνθούν. Δεν µπόρεσαν. Δεν θέλησαν. Και ο πόλεµος έχει τώρα κλιµακωθεί.
Η ολιγαρχία δεν περιορίζεται στην άµυνα. Έχει περάσει στην αντεπίθεση. Υποδαυλίζει παντού µια µαζική υστερία για τα ελλείµµατα των χωρών και ζητεί δραστικές περικοπές στα εισοδήµατα των εργαζοµένων. Γιατί; Επειδή θέλει να εξασφαλίσει ότι τα δάνειά της δεν θα απειληθούν από τα κρατικά χρέη (χρέη που συσσωρεύτηκαν κυρίως από τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να τη διασώσουν από την κρίση που προκάλεσε η ίδια). Οµως, ποια είναι αυτή η ολιγαρχία που συνηθίζουµε να αποκαλούµε «διεθνείς αγορές»; Ποιοι πολεµούν για λογαριασµό της; Πού βρίσκεται το στρατηγείο τους; Ποιοι είναι οι διοικητές τους; Αδικα θα ψάξουµε. Γιατί δεν είναι µια διεθνής συνωµοσία. Είναι µια συµµαχία µεγάλων τραπεζών και διεθνών επιχειρήσεων που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες των χωρών.
Δεν χρειάζεται να καθήσουν µαζί σε ένα τραπέζι για να σχεδιάσουν τη στρατηγική τους. Οσµίζονται αµέσως ό,τι απειλεί την εξουσία τους. Μυρίζονται αµέσως πού βρίσκονται τα κέρδη. Και είναι πάντα έτοιµες να τα αρπάξουν, όπου κι αν βρίσκονται και όποτε µπορούν. Το χάος είναι αυτό που τις τρέφει. Αυτό δίνει στις αγορές τις µεγαλύτερες ευκαιρίες για κέρδη. Επειδή οι πολιτικοί των κοµµάτων εξουσίας είναι πάντα πρόθυµοι να «ακούνε» τις αγορές και να επιζητούν την εύνοιά τους. Κατά τα άλλα, όπως επισηµαίνει ο Λες Λίοπολντ, συγγραφέας του βιβλίου «Η λεηλασία της Αµερικής», ο µηχανισµός της τυπικής δηµοκρατίας συνεχίζει τη λειτουργία του σαν να µη συµβαίνει τίποτα. Εξακολουθούµε να ψηφίζουµε στις εκλογές.
Οµως, οι αποφάσεις που επηρεάζουν περισσότερο τη ζωή µας λαµβάνονται µε έναν βαθιά αντιδηµοκρατικό τρόπο. Οι απρόσωπες αγορές ασκούν στους πολιτικούς πολύ µεγαλύτερο έλεγχο από όσο οι ψηφοφόροι που τους εκλέγουν.
Στον πόλεµο που διεξάγεται σήµερα δεν υπάρχει έλεος γι’ αυτούς που σηκώνουν λευκή σηµαία. Οι διεθνείς αγορές και όσοι βρίσκονται στην υπηρεσία τους δεν αναγνωρίζουν ανακωχή. «Η επίθεσή τους συνεχίζεται µε στόχο το κοινωνικό κράτος, την κοινωνική περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση», διαπιστώνει ο Λες Λίοπολντ. «Μας θέλουν να δουλεύουµε περισσότερο για να αµειβόµαστε λιγότερο, να πληρώνουµε ακριβότερη περίθαλψη για να έχουµε λιγότερη, να πληρώνουµε ακριβότερη παιδεία για να έχουµε λιγότερη δωρεάν παιδεία, να πληρώνουµε ακριβότερη σύνταξη για να την παίρνουµε αργότερα. Με δυο λόγια, θέλουν να ανατρέψουν όλες τις πολιτικές και τα προγράµµατα που πάνω τους στήριξαν κάποτε την επιβίωσή τους οι άνθρωποι των µεσαίων τάξεων».
Σε αυτόν τον πόλεµο, δυστυχώς δεν υπάρχει καµιά εγγύηση πως τελικά θα επικρατήσει η δηµοκρατία. Μα ούτε και για το αντίθετο. Το µόνο βέβαιο είναι πως όποιος σηκώνει λευκή σηµαία, δεν µπορεί να ελπίζει σε έλεος.
[Το κείμενο είναι μετάφραση μέρους του άρθρου του Λες Λίοπολντ "Is there a Global War Between Financial Theocracy and Democracy?".]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)