Αντιγράφω ένα άρθρο από το aixmi.gr 30.6.2012 που υπενθυμίζει τα πολιτιστικά γνωρίσματα της ελληνικής γάγγραινας:
Η οικονομική κατρακύλα την οποία βιώνει σήμερα η χώρα μας δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των λανθασμένων πολιτικών και οικονομικών μας επιλογών επί δεκαετίες τώρα. Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της πολιτιστικής, ηθικής, αξιακής και κοινωνικής κατάπτωσης, που η Ελλάδα του εύκολου πλουτισμού, που ανήγαγε σε θρησκεία την προκλητική κατανάλωση και την επίδειξη υλικών αγαθών, υφίσταται όλες αυτές τις δεκαετίες.
Η Ελλάδα παλιότερων δεκαετιών ήταν φτωχή. Αλλά τη φτώχεια της τη βίωνε με αξιοπρέπεια. Είχε, μάλιστα, διαμορφώσει μια δική της κουλτούρα, που της επέτρεπε οι καθεστηκυίες αξίες να εμπνέουν και να διαμορφώνουν μια κοινωνία με πολλές αδυναμίες, κυρίως οικονομικές και πολιτικές, αλλά και πολλές αρετές, κυρίως κοινωνικές και πολιτισμικές.
Η Ελλάδα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Χατζηδάκη, του Κουν, του Τσαρούχη, του Χορν, του Τσάτσου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Θεοδωράκη ήταν μια κοινωνία αλληλεγγύης, αξιών, αξιοπρέπειας. Δεν είναι τυχαίο ότι από μικροί μαθαίναμε ότι πάνω από τα υλικά αγαθά βρίσκεται η αναζήτηση κι η απόκτηση της γνώσης. Κι ο νέος άνθρωπος, που μορφωνόταν, που γινόταν καλύτερος, που έπαιρνε πτυχία, που αγωνιζόταν, κέρδιζε, δικαιωνόταν και κυρίως δικαίωνε τις θυσίες των γονιών του. Στην Ελλάδα εκείνη, πάνω από τον υλικό πλούτο υφίστατο ο σεβασμός σε κάποιες αναπαλλοτρίωτες αξίες, όπως το καθήκον, η τιμή, το φιλότιμο, η κοινωνική αποστολή, η αλληλεγγύη, η φιλία, η οικογενειακή συνοχή.
Σήμερα όλες αυτές οι αξίες, στο όνομα του ακατάσχετου καταναλωτισμού, άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο έχουν ξεχαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι λέξεις, όπως καθήκον και φιλότιμο, δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Γιατί έχουν ατονήσει οι αντίστοιχες έννοιες. Στη θέση τους ακούγονται η λαμογιά, η κομπίνα, η λούφα, το βόλεμα. Γιατί αυτές οι έννοιες έχουν επικρατήσει σε μια κοινωνία, η οποία επί δεκαετίες ολόκληρες πλούτισε χάρις στην ανυπολόγιστη βοήθεια των ευρωπαίων εταίρων μας, στον χωρίς όρια δανεισμό, στις αγροτικές επιδοτήσεις, στα διάφορα πακέτα Ντελόρ, στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα κοκ.
Όλα αυτά τα χρήματα «φαγώθηκαν» στους διορισμούς δημοσίων υπαλλήλων, στα πολλά επιδόματά τους, σε πρόωρες συντάξεις, σε «μαϊμού» αναπηρικές επιδοτήσεις, σε επιχορηγήσεις διαφόρων επιτηδείων, στη διαφθορά κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και ανήθικων συνδικαλιστών. Και τώρα, που οι δανειστές μας ζητούν τα λεφτά τους πίσω, διαπιστώνουμε ότι δεν τα έχουμε. Γιατί τα σπαταλήσαμε επί δεκαετίες σε προϊόντα που δεν τα χρειαζόμαστε αλλά τα καταναλώναμε για να κάνουμε φιγούρα στον γείτονα, τον συγγενή, τον γνωστό η τον φίλο.
Γι’ αυτό, επειδή η κατάρρευση είναι κυρίως ηθική κι αξιακή, στη χώρα της Ευγενίας Μανωλίδου, της Άντζελας Δημητρίου και της Τζούλιας Αλεξανδράτου, η κατάρρευση στην οικονομία κι η χρεοκοπία πολύ φοβόμαστε ότι είναι αναπόφευκτη.
Γιατί δεν υπάρχουν οι δυνάμεις εκείνες, ούτε από τον πολιτικό κόσμο, ούτε από τη δικαιοσύνη, ούτε από τον όποιον εναπομείναντα πνευματικό κόσμο, που θα μπορούσε να αντιδράσει και να προσφέρει όραμα και προοπτική σε μια κοινωνία, που παραπαίει και δεν αντιλαμβάνεται τι της συμβαίνει.
Η οικονομική κατρακύλα την οποία βιώνει σήμερα η χώρα μας δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των λανθασμένων πολιτικών και οικονομικών μας επιλογών επί δεκαετίες τώρα. Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της πολιτιστικής, ηθικής, αξιακής και κοινωνικής κατάπτωσης, που η Ελλάδα του εύκολου πλουτισμού, που ανήγαγε σε θρησκεία την προκλητική κατανάλωση και την επίδειξη υλικών αγαθών, υφίσταται όλες αυτές τις δεκαετίες.
Η Ελλάδα παλιότερων δεκαετιών ήταν φτωχή. Αλλά τη φτώχεια της τη βίωνε με αξιοπρέπεια. Είχε, μάλιστα, διαμορφώσει μια δική της κουλτούρα, που της επέτρεπε οι καθεστηκυίες αξίες να εμπνέουν και να διαμορφώνουν μια κοινωνία με πολλές αδυναμίες, κυρίως οικονομικές και πολιτικές, αλλά και πολλές αρετές, κυρίως κοινωνικές και πολιτισμικές.
Η Ελλάδα του Ελύτη, του Σεφέρη, του Χατζηδάκη, του Κουν, του Τσαρούχη, του Χορν, του Τσάτσου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Θεοδωράκη ήταν μια κοινωνία αλληλεγγύης, αξιών, αξιοπρέπειας. Δεν είναι τυχαίο ότι από μικροί μαθαίναμε ότι πάνω από τα υλικά αγαθά βρίσκεται η αναζήτηση κι η απόκτηση της γνώσης. Κι ο νέος άνθρωπος, που μορφωνόταν, που γινόταν καλύτερος, που έπαιρνε πτυχία, που αγωνιζόταν, κέρδιζε, δικαιωνόταν και κυρίως δικαίωνε τις θυσίες των γονιών του. Στην Ελλάδα εκείνη, πάνω από τον υλικό πλούτο υφίστατο ο σεβασμός σε κάποιες αναπαλλοτρίωτες αξίες, όπως το καθήκον, η τιμή, το φιλότιμο, η κοινωνική αποστολή, η αλληλεγγύη, η φιλία, η οικογενειακή συνοχή.
Σήμερα όλες αυτές οι αξίες, στο όνομα του ακατάσχετου καταναλωτισμού, άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο έχουν ξεχαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι λέξεις, όπως καθήκον και φιλότιμο, δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Γιατί έχουν ατονήσει οι αντίστοιχες έννοιες. Στη θέση τους ακούγονται η λαμογιά, η κομπίνα, η λούφα, το βόλεμα. Γιατί αυτές οι έννοιες έχουν επικρατήσει σε μια κοινωνία, η οποία επί δεκαετίες ολόκληρες πλούτισε χάρις στην ανυπολόγιστη βοήθεια των ευρωπαίων εταίρων μας, στον χωρίς όρια δανεισμό, στις αγροτικές επιδοτήσεις, στα διάφορα πακέτα Ντελόρ, στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα κοκ.
Όλα αυτά τα χρήματα «φαγώθηκαν» στους διορισμούς δημοσίων υπαλλήλων, στα πολλά επιδόματά τους, σε πρόωρες συντάξεις, σε «μαϊμού» αναπηρικές επιδοτήσεις, σε επιχορηγήσεις διαφόρων επιτηδείων, στη διαφθορά κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και ανήθικων συνδικαλιστών. Και τώρα, που οι δανειστές μας ζητούν τα λεφτά τους πίσω, διαπιστώνουμε ότι δεν τα έχουμε. Γιατί τα σπαταλήσαμε επί δεκαετίες σε προϊόντα που δεν τα χρειαζόμαστε αλλά τα καταναλώναμε για να κάνουμε φιγούρα στον γείτονα, τον συγγενή, τον γνωστό η τον φίλο.
Γι’ αυτό, επειδή η κατάρρευση είναι κυρίως ηθική κι αξιακή, στη χώρα της Ευγενίας Μανωλίδου, της Άντζελας Δημητρίου και της Τζούλιας Αλεξανδράτου, η κατάρρευση στην οικονομία κι η χρεοκοπία πολύ φοβόμαστε ότι είναι αναπόφευκτη.
Γιατί δεν υπάρχουν οι δυνάμεις εκείνες, ούτε από τον πολιτικό κόσμο, ούτε από τη δικαιοσύνη, ούτε από τον όποιον εναπομείναντα πνευματικό κόσμο, που θα μπορούσε να αντιδράσει και να προσφέρει όραμα και προοπτική σε μια κοινωνία, που παραπαίει και δεν αντιλαμβάνεται τι της συμβαίνει.
[θενκς Sevastianos]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου