Στο άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη «Παγκόσμιο Χωριό – οι θεωρίες της στέρησης» [Καθημερινή 16.12.07] υπάρχει μια λεπτομέρεια που μπορεί να παραπλανήσει μερικούς αναγνώστες: Το διάγραμμα που συνοδεύει το άρθρο δείχνοντας την εξέλιξη του πληθυσμού του πλανήτη δεν έχει ομοιόμορφη κλίμακα ως προς τον χρόνο. Έτσι η πληθυσμιακή έκρηξη του 20ου αιώνα εμφανίζεται σαν ομαλή γραμμική συνέχεια του παρελθόντος. Στην πραγματικότητα η καμπύλη μοιάζει με μπαστούνι χόκεϋ που η λαβή του τινάζεται απότομα στα ύψη μετά την εμφάνιση της Βιομηχανικής Επανάστασης [βλ. εικόνες πιο κάτω], κάνοντας εντυπωσιακά προφανή την πληθυσμιακή έκρηξη των τελευταίων 10ετιών.
Επιπλέον, ο συντάκτης σας αναφέρει το στοίχημα που κέρδισε το 1990 ο Julian Simon (που πίστευε πως η αύξηση εκτείνει τα όρια του πλανήτη) από τον Paul R. Ehrlich (που θεωρεί πως η πληθυσμιακή αύξηση εξαντλεί τη Γη) για την άνοδο της τιμής ορισμένων μετάλλων. Όμως αποσιωπά ότι το 1997 ο ίδιος Julian Simon έχασε παρόμοιο στοίχημα με τον David South σχετικά με την άνοδο της τιμής της ξυλείας.
Πέρα από τις γραφικές και δημοσιογραφικές παραλείψεις, οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι: στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα οι άνθρωποι αυξήθηκαν κατά 1.5 φορά, ενώ στο δεύτερο μισό κατά 2.4. Παρόμοια, η παγκόσμια οικονομία καλπάζει με άνοδο κάπου 5% ετησίως, ήτοι θα είναι διπλάσια σε 14 χρόνια -αυξάνοντας ανάλογα και τις παρενέργειες της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον που ήδη βλέπουμε. Το ότι ο Malthus και άλλοι διαψεύστηκαν σημαίνει ότι οι προβλέψεις τους ήσαν λανθασμένες στον χρόνο τους, όχι όμως αναγκαστικά και στην ουσία τους. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι την εποχή του Malthus δεν υπήρχε το πρόβλημα των κάθε είδους αποβλήτων και ρύπανσης, ούτε κλιματικές αλλαγές, ούτε χρήση της γης για παραγωγή βιοκαυσίμων, αλλά ούτε και μέση προσδόκιμη ηλικία 60 ή 70 χρόνια.
Το να πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός υπερπληθυσμού και υπερκαταναλωτισμού μπορεί να συνεχιστεί χωρίς ανάλογη διόγκωση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων υποδηλώνει υπέρμετρη πίστη στα μελλοντικά θαύματα της επιστήμης –ή εμπιστοσύνη στην στρατιωτική ικανότητα της Δύσης να διαφυλάξει «θύλακες ευημερίας περικυκλωμένους από ένα ωκεανό απελπισίας» όπως αναφέρει ένα από τα πιθανά σενάρια του ΟΗΕ για το μέλλον.
Τέτοιες επιφυλάξεις δεν εκφράζουν μόνο τα «οικολογικά κόμματα που γλείφουν κιόλας το κόκαλο της εξουσίας ή εξευτελιστικά το ορέγονται» όπως γράφει ο Χρήστος Γιανναράς στο ίδιο φύλλο («Το δυσδιάκριτο παράλογο της οικολογίας»). Το καμπανάκι το έχουν χτυπήσει εδώ και χρόνια έγκυρα επιστημονικά ιδρύματα ήπιων τόνων όπως η Βρετανική Royal Society και η Αμερικανική National Academy of Sciences, μαζί με επιστημονικές ομάδες διεθνούς κύρους όπως η Βρετανική επιτροπή Stern ή ο οργανισμός UNEP του ΟΗΕ. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι τέτοιοι οργανισμοί είναι υποχείρια ‘πράσινων φανατικών’ ή ότι πρόκειται για «κάστες ιδιοτελών, συχνά χυδαίων συμφερόντων ή εξουσιολαγνείας» που χρησιμοποιούν την «πληθωρική κατατρομοκράτησή» μας για να μας κάνουν να «αντιμετωπίσουμε το οικολογικό πρόβλημα σαν καλά προσκοπάκια» όπως γράφει με περίσσεια πάθους ο κ. Γιανναράς. Αντίθετα, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι ορισμένοι κύκλοι έχουν κάθε συμφέρον να μας πείσουν ότι ο σημερινός ‘Πίθος των Δαναΐδων’ της άσκοπης κατανάλωσης μπορεί να συνεχιστεί ομαλά για πάντα.
«Για να αντιμετωπιστεί το οικολογικό πρόβλημα πρέπει [να] μεταβληθεί η ιεράρχηση των αναγκών μας» γράφει εύστοχα ο κ. Γιανναράς, πρέπει να μάθουμε «να κοινωνούμε, να μοιραζόμαστε». Μπορούμε όμως στα σοβαρά να περιμένουμε να αλλάξουν εκείνοι που «αυτονόητα μας επιβάλλουν τον ατομοκεντρικό, καταναλωτικό τρόπο του βίου»; Μπορούμε να περιμένουμε την αυθόρμητη ηθική μετάλλαξη όλων μας πριν μεταβάλουμε την θεσμική στάση μας προς την φύση όπως προτείνει; Μήπως στο μεταξύ μας προλάβει το έμφραγμα πριν αλλάξουμε την δίαιτα που φράζει τις αρτηρίες μας; Γιατί ναι μεν το οικολογικό ‘κραχ’ αναπτύσσεται βαθμιαία αλλά από ένα σημείο και μετά θα εκδηλωθεί απότομα και μαζικά, σαν φράγμα που σπάει. Και το θέμα του σεβασμού της φύσης δεν είναι ένας ηθικός αυτοσκοπός που μπορεί να περιμένει: είναι θέμα επιβίωσης αυτού που αποκαλούμε ‘πολιτισμένο είδος’.