Πριν 10 ημέρες ανέβασα μια Αντιλογία με τίτλο "Γιατί θα ακριβύνει το ρεύμα" σχολιάζοντας 6 λόγους ανατίμησης που αναφέρει δημοσίευμα της Καθημερινής.
Πάνω στο θέμα, ζήτησα την άποψη του φίλου Άγι Παπαδόπουλου, Καθηγητή στον Ενεργειακό Τομέα του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ.
Να τι είχε τη καλοσύνη να μου απαντήσει:
Αγαπητέ Θάνο,
σε σχέση με τα όσα επισημαίνεις με αφορμή το δημοσίευμα της Καθημερινής (19.12.12) για τους λόγους που οδηγούν σε κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων ρεύματος θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
Μερικές γενικότερες παρατηρήσεις:
a. Αν θέλουμε καθαρότερο ηλεκτρισμό, με ΑΠΕ, φυσικό αέριο ή σύγχρονες, μειωμένων εκπομπών ρύπων, λιγνιτικές μονάδες, θα το πληρώσουμε.
b. Η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή και πολύ απομονωμένη λόγω γεωγραφίας, για να μπορέσει να λειτουργήσει ως μια πραγματικά απελευθερωμένη αγορά, οπότε απαιτείται ισχυρή και συνεπής ρύθμιση. Αρκεί βέβαια να υπάρχει αυτή η βούληση.
c. Η απελευθέρωση λειτούργησε αρκετά αποτελεσματικά σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γερμανία, ενώ όχι τόσο στην πρώτη διδάξασα Βρετανία,(όπου η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε δυσανάλογα πολύ μετά τα πρώτα 7-8 χρόνια. Επισημαίνεται ότι στη Γερμανία συνδυάστηκε με μια πολιτική αύξησης του μεριδίου των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου και μείωσης των πυρηνικών και των ανθρακικών σταθμών, που οδηγεί σε αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές.
Και μία προσωπική άποψη:
Στην ενέργεια, όπως και στους κρίσιμους τομείς του νερού και των υποδομών μεταφορών και συγκοινωνιών, το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και η δομή της ελληνικής κοινωνίας καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη κρατικά ελεγχόμενων επιχειρηματικών ομίλων που να έχουν ισχυρή θέση, αλλιώς ο καταναλωτής πολύ δύσκολα θα μπορέσει να προστατευτεί.
Το γεγονός ότι όμιλοι όπως η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ ταλαιπωρήθηκαν από τις, κομματικά για να μην ξεχνιόμαστε, επιλεγμένες διοικήσεις τους, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε το κακό κρατικό μονοπώλιο με ένα ιδιωτικό μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο. Η γαλλική EDF αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα δημόσια ισχυρής και αποτελεσματικής ελεγχόμενης ενεργειακής επιχείρησης. Αλλά και ο όμιλος της Εθνικής Τράπεζας, για να πάρουμε ένα ελληνικό παράδειγμα, αποτελούσε (ως την τραγωδία του επιβληθέντος PSI-κουρέματος) παράδειγμα δημόσιας ελεγχόμενης επιχείρησης με επιτυχημένη διεθνή παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή πολιτική μιας χώρας κανονικά οφείλει να αποτελεί προϊόν τεχνοκρατικής και κοινωνικής διαβούλευσης και, εν τέλει, πολιτικής επιλογής. Φοβάμαι, όμως, ότι στη σημερινή Ελλάδα αυτά λίγο μετρούν κι ότι οι αποφάσεις είναι εν πολλοίς ειλημμένες.
Πάνω στο θέμα, ζήτησα την άποψη του φίλου Άγι Παπαδόπουλου, Καθηγητή στον Ενεργειακό Τομέα του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ.
Να τι είχε τη καλοσύνη να μου απαντήσει:
Αγαπητέ Θάνο,
σε σχέση με τα όσα επισημαίνεις με αφορμή το δημοσίευμα της Καθημερινής (19.12.12) για τους λόγους που οδηγούν σε κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων ρεύματος θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
- Είναι σωστό ότι η ρήτρα καυσίμου λειτουργεί κατά την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου – και έτσι πρέπει να συμβαίνει. Δεν είμαι βέβαιος για το αν η ΔΕΗ μειώνει την σχετική επιβάρυνση όταν υποχωρούν οι τιμές τους – κανονικά πρέπει, και η ΡΑΕ πρέπει να το ελέγχει.
- Το ζήτημα των εγγυημένων τιμών των ΑΠΕ είναι σύνθετο:
a. Είναι αποδεδειγμένο ότι επενδύσεις σε ΑΠΕ χωρίς δίκαιες (fair είναι ο όρος) εγγυημένες τιμές δεν μπορούν να υπάρξουν. Είναι επίσης γεγονός ότι αυτές σ την Ελλάδα φαίνονται σε πρώτη ανάγνωση αρκετές υψηλές. Από την άλλη είναι επίσης γνωστό ότι το επενδυτικό περιβάλλον (και) για τις ΑΠΕ είναι αφιλόξενο (για να το πούμε ευγενικό), οπότε αν δεν δοθούν υψηλές εγγυημένες τιμές (το λεγόμενο premium) μάλλον δεν πρόκειται να γίνει επένδυση.
b. Το ύψος των εγγυημένων τιμών των ΑΠΕ πρέπει να εξεταστεί σε σχέση και με το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από τις λιγνιτικές μονάδες – και εδώ περνάμε στο επόμενο σημείο. - Η ΔΕΗ ως τώρα επιτύγχανε χαμηλό κόστος παραγωγής (α) επειδή δεν πλήρωνε την αξία του λιγνίτη, παρά μόνο το κόστος εξόρυξης του και (β) επειδή έχοντας αρκετές παλιές μονάδες, οι οποίες έχουν αποσβεστεί οικονομικά, μπορούσε να πετυχαίνει χαμηλό κόστος παραγωγής.
Αυτή η πραγματικότητα ήταν λειτουργική όσο το κράτος μπορούσε (α) να παραχωρεί το δικαίωμα χρήσης του λιγνίτη άνευ αντικρίσματος και διαγωνισμού και (β) να εγγυάται για τη ΔΕΗ, ώστε αυτή να παίρνει τα ομολογιακά δάνεια που χρειάζονταν για να πραγματοποιεί τις επενδύσει ς σε νέες μονάδες.
Με την υποχρέωση απελευθέρωσης της αγοράς (από το 1999 και με τον Ν2773 για να μην ξεχνιόμαστε) αυτά δεν ισχύουν πλέον. Αν τα συνδυάσει κανείς και με τις όχι πάντα επιτυχείς επιλογές στη διοίκηση της ΔΕΗ μετά το 2004, αλλά και με τις συνέπειες του οικονομικού κραχ που βιώνουμε μετά το 2009, τότε καθίσταται σαφές το γιατί (α) η ΔΕΗ δεν έχει πια δυνατότητες να προβεί στις επενδύσεις που χρειάζεται ώστε να μπορέσει να ξαναγίνει ανταγωνιστική, (β) η αγορά λειτουργεί αποτρεπτικά για νέους επενδυτές (που έχουν επενδύσει σε σταθμούς φυσικού αερίου) οι οποίοι πρέπει να αποσβέσουν τους νέους τους σταθμούς. Αυτό προσπαθεί το κράτος να το διορθώσει με τα ΑΔΙ, εισάγοντας βεβαίως με τον τρόπο αυτόν νέες στρεβλώσεις. - Το θέμα των Hellaspower και Energa είναι θέμα εποπτείας της λειτουργίας της αγοράς και ελέγχου των επιχειρήσεων – προφανώς εδώ κάτι δεν λειτούργησε όπως θα ΄πρεπε – και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
- Για τις εκπομπές CO2, ισχύουν εν πολλοίς τα σχόλιά σου: Αν δεν είχε οδηγηθεί η ΔΕΗ στο σημερινό της αδιέξοδο, και αν είχε υλοποιηθεί το επενδυτικό της πρόγραμμα του 2004-5 (το οποίο είχε εγκριθεί και από τις Βρυξέλλες), σήμερα η ΔΕΗ θα είχε περίπου 1.400 MW καινούριων μονάδων και δεν θα είχε πρόβλημα ούτε με τις εκπομπές ούτε με τον ανταγωνισμό.
- Οι ΥΚΩ δεν αποτελούν από μόνες τους επαρκή λόγο για την νέα αύξηση των τιμολογίων. Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά τα χρόνια τις πληρώνουμε μέσα από την ενσωμάτωσή τους στα τιμολόγια.
Μερικές γενικότερες παρατηρήσεις:
a. Αν θέλουμε καθαρότερο ηλεκτρισμό, με ΑΠΕ, φυσικό αέριο ή σύγχρονες, μειωμένων εκπομπών ρύπων, λιγνιτικές μονάδες, θα το πληρώσουμε.
b. Η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή και πολύ απομονωμένη λόγω γεωγραφίας, για να μπορέσει να λειτουργήσει ως μια πραγματικά απελευθερωμένη αγορά, οπότε απαιτείται ισχυρή και συνεπής ρύθμιση. Αρκεί βέβαια να υπάρχει αυτή η βούληση.
c. Η απελευθέρωση λειτούργησε αρκετά αποτελεσματικά σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γερμανία, ενώ όχι τόσο στην πρώτη διδάξασα Βρετανία,(όπου η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε δυσανάλογα πολύ μετά τα πρώτα 7-8 χρόνια. Επισημαίνεται ότι στη Γερμανία συνδυάστηκε με μια πολιτική αύξησης του μεριδίου των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου και μείωσης των πυρηνικών και των ανθρακικών σταθμών, που οδηγεί σε αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές.
Και μία προσωπική άποψη:
Στην ενέργεια, όπως και στους κρίσιμους τομείς του νερού και των υποδομών μεταφορών και συγκοινωνιών, το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και η δομή της ελληνικής κοινωνίας καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη κρατικά ελεγχόμενων επιχειρηματικών ομίλων που να έχουν ισχυρή θέση, αλλιώς ο καταναλωτής πολύ δύσκολα θα μπορέσει να προστατευτεί.
Το γεγονός ότι όμιλοι όπως η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ ταλαιπωρήθηκαν από τις, κομματικά για να μην ξεχνιόμαστε, επιλεγμένες διοικήσεις τους, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε το κακό κρατικό μονοπώλιο με ένα ιδιωτικό μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο. Η γαλλική EDF αποτελεί εξαίρετο παράδειγμα δημόσια ισχυρής και αποτελεσματικής ελεγχόμενης ενεργειακής επιχείρησης. Αλλά και ο όμιλος της Εθνικής Τράπεζας, για να πάρουμε ένα ελληνικό παράδειγμα, αποτελούσε (ως την τραγωδία του επιβληθέντος PSI-κουρέματος) παράδειγμα δημόσιας ελεγχόμενης επιχείρησης με επιτυχημένη διεθνή παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση, η ενεργειακή πολιτική μιας χώρας κανονικά οφείλει να αποτελεί προϊόν τεχνοκρατικής και κοινωνικής διαβούλευσης και, εν τέλει, πολιτικής επιλογής. Φοβάμαι, όμως, ότι στη σημερινή Ελλάδα αυτά λίγο μετρούν κι ότι οι αποφάσεις είναι εν πολλοίς ειλημμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου