Του Αντώνη Λιάκου στο online περιοδικό Χρόνος Απρίλιος 2013:
Από το bail-out στο bail-in, βαθύτερα στον βάλτο της κρίσης;
Γιατί οι κοινωνίες της ευημερίας, η μία μετά την άλλη, μετατρέπονται σε κοινωνίες φτώχειας και ανασφάλειας; Γιατί κατεδαφίζουν το υπόβαθρο της κοινής ζωής των πολιτών; Γιατί διαλύουν νοσοκομεία, σχολεία, κοινωνικές υπηρεσίες; Γιατί καταστρέφουν τις πιο παραγωγικές ηλικίες καταδικάζοντάς τες στην ανεργία; Γιατί αναθέτουν τις βασικές αποφάσεις σε επιτροπές και ειδικούς εκτός κοινοβουλίου, εκτός δημοκρατικών διαδικασιών; Τι συνέβη και το κακό πλανάται πάνω από την Ευρώπη και ενσκήπτει στη μία χώρα μετά την άλλη; Η Ευρώπη δεν βγήκε από, ούτε έχασε, κάποιον μεγάλο πόλεμο. Οι δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν ήταν δεκαετίες ανάπτυξης. Η ψηφιακή επανάσταση άλλαξε την καθημερινή ζωή και τον παραγωγικό ιστό της, οι πολίτες της, οι ιδέες τους, τα προϊόντα τους μετακινούνταν περισσότερο, επικοινωνούσαν, δημιουργούσαν δίκτυα που αγκάλιαζαν μερικές φορές τον κόσμο. Η Ευρώπη είχε γίνει ένας ζηλευτός τόπος, όνειρο για εκατομμύρια νέων ανθρώπων από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική που διακινδύνευαν τα πάντα για να βρεθούν κάτω από τον ουρανό της. Τι συνέβη όμως; Γιατί δεν ολοκληρώθηκε η ευρωπαϊκή ενοποίηση; Γιατί άνοιξαν πάλι βαθιές τάφροι ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης, ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς;
Η Κύπρος χτυπήθηκε κι αυτή με τη σειρά της, αλλά είναι κι ένα παράδειγμα που διαθέτει σχεδόν όλα τα στοιχεία της κρίσης. Δεν πάει πολύς καιρός που θεωρούσαμε, τουλάχιστον εμείς οι Ελλαδίτες, την Κύπρο πρότυπο στη διοίκηση και την οικονομία της. Τον καιρό που εισήλθε στην Ευρωζώνη ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες που εκπλήρωναν τα προαπαιτούμενα. Βέβαια υπήρχε κάτι το παράδοξο στην κυπριακή κοινωνία, πέραν όσων ήταν απότοκα του διαχωρισμού της σε δύο ζώνες. Είχε ταυτόχρονα ένα κοινωνικό κράτος με συνεργατικές-συντεχνιακές δομές, μια τυπική σοσιαλδημοκρατική οργάνωση κοινωνίας και ταυτόχρονα έναν χρηματοπιστωτικό, τουριστικό και real estate τομέα που ανταποκρινόταν στις τελευταίες επιταγές νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το παράδοξο είχε αναδείξει το νησί σε μια εξαίρεση. Για όσους είχαν αντιληφθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί σαν μια γραφειοκρατική μηχανή εξομοίωσης και ομογενοποίησης των διαφορών, ήταν αναμενόμενο ότι αργά ή γρήγορα η κυπριακή εξαίρεση θα έφτανε στο τέλος της. Εκείνο που εκπλήσσει είναι η βιαιότητα με την οποία έγινε αυτό.
Στην αναζήτηση αιτιών της κρίσης, μεγάλη ευθύνη αποδίδεται στις επιπτώσεις από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, στη μοιραία συμπεριφορά των διοικήσεων των τραπεζών και τη δράση Ελλήνων ολιγαρχών, όπως ο Ανδρέας Βγενόπουλος, στην ανεπάρκεια της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, Αριστεράς τε και Δεξιάς. Η αναζήτηση ποινικών ευθυνών έρχεται ως επιστέγασμα και ως ανέξοδο αντίδοτο στη λαϊκή αγανάκτηση. Αν όμως μας ενδιαφέρει κάτι στην αντιφατική αυτή συζήτηση, όπως και στην αντίστοιχη ελλαδική, είναι ότι συγκεντρώνει νήματα που οδηγούν σε πολλές πλευρές της κρίσης. Αν τα δει κανείς μεμονωμένα, παραμένει απλώς στην επιφάνεια μιας ακόμα τραπεζικής κρίσης ή μιας ηθικοπολιτικής παρεκτροπής. Το κούρεμα, λ.χ., των ελληνικών ομολόγων συνδέει κατευθείαν την κυπριακή κρίση με τις γενικότερες αιτίες της κρίσης. Η δράση των ολιγαρχών, τόσο των Ρώσων όσο και των Ελλήνων (βλ., λ.χ., τις περιπέτειες της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο με τη Marfin), παραπέμπει στην απουσία κανόνων, εποπτείας και στην αρχή της απορρύθμισης των αγορών.
Το ουσιώδες είναι να αντιληφθούμε ότι αυτές οι πλευρές (και όχι μόνο) σχετίζονται με τη διαπλοκή διαφορετικών μοντέλων συνάρθρωσης οικονομίας και πολιτικής, τα οποία δεν ήταν μόνο κυπριακά αλλά χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από μια ιστορική εποχή σε μια άλλη. Δεν πρόκειται για παθολογίες αλλά για συμπυκνώσεις ιστορικού χρόνου σε συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες. Η σημερινή κρίση, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, οφείλεται, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, στη μη προσαρμογή στο νέο οικονομικό μοντέλο που επιβλήθηκε σταδιακά (συνοπτικά το νεοκλασικό ή νεοφιλελεύθερο μοντέλο), αλλά ταυτόχρονα και στην προσαρμογή στο μοντέλο αυτό. Η κρίση παράγεται και ως αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης, αλλά και ως σωρευτικό αποτέλεσμα των χρόνων της συμμόρφωσης. Είναι απόρροια του μοντέλου και ταυτόχρονα αποτέλεσμα τριβών με το μοντέλο. Στην Κύπρο συνυπήρχαν ταυτόχρονα ο καπιταλισμός-καζίνο και η συνεταιριστική οικονομία, ο κοντόθωρος εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός, ο ρεαλισμός, η τεχνογνωσία, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο με τις ονειροφαντασίες για το μεσογειακό Ελντοράντο των υδρογονανθράκων. Ήταν ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει η κρίση.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η κυπριακή ιστορία άρχισε να λειτουργεί σαν το κοντέρ στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που ξεγράφουν ταχύτητες. Σαν αντίστροφη μηχανή του χρόνου. Η Κύπρος, η οποία από αποικία έγινε ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γυρνάει με ταχύτητα πάλι πίσω σε αποικιακή κατάσταση. Τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου, οι εικόνες στα διεθνή Μ.Μ.Ε. και οι φράσεις των Ευρωπαίων ηγετών, η γενικότερη συμπεριφορά τις μέρες της κρίσης, ήταν χαρακτηριστική ενός εσωτερικού ευρωπαϊκού οριενταλισμού. Στιγματισμός και περιφρόνηση. Έχει κανείς την αίσθηση ότι τα σημάδια της αποικιοκρατίας δεν μπορούν να σβηστούν από το σώμα της ενιαίας Ευρώπης και εμφανίζονται με το πρώτο κρυολόγημα. Ακόμα και η δυναμική επανεμφάνιση της Εκκλησίας, ως εκπροσώπου του έθνους, σε αυτή την αντίστροφη μέτρηση του κοντέρ εγγράφεται.
Πολλοί, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, υποστηρίζουν ότι αν η Βουλή είχε αποδεχτεί τις αρχικές προτάσεις του Eurogroup, θα είχαν αποφευχθεί οι βίαιες καταστροφές που ακολούθησαν το «όχι» της κυπριακής Βουλής. Το επιχείρημα μοιάζει με τα ελληνικά εκβιαστικά διλήμματα κάθε φορά που πρόκειται να δοθεί η δανειακή δόση. Κάθε φορά η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής και κάθε φορά τα μέτρα είναι τα τελευταία… έως τα επόμενα. Αλλά εκείνο το οποίο δείχνει και η ελληνική και η κυπριακή κρίση είναι μια νέα σχέση ανάμεσα στη σφαίρα της οικονομίας και τη σφαίρα της πολιτικής. Αν στις αφετηρίες του, και για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του, ο καπιταλισμός είχε ανάγκη ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, και αν μετά τις δημοκρατικές αλλαγές της δεκαετίας του ’70 στην Ελλάδα, στην Ισπανία και την Πορτογαλία (αλλά και στην Κύπρο) το πλαίσιο αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι δημοκρατικό, αν ακόμη η ενταξιακή πορεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξασφάλιζε τη σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου, η τωρινή κρίση δείχνει ότι η θεσμική σταθερότητα είναι εμπόδιο. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, και πριν από την κρίση, την περίοδο της πανίσχυρης επέκτασής του, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, απαιτούσε ρευστότητα των θεσμών, όχι σταθερότητα. Το πέρασμα σε ένα καθεστώς μετα-δημοκρατίας, στο οποίο οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από το δημοκρατικό και θεσμικό σκηνικό, είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των επιμέρους κρατών, συνοδεύτηκε και από μια πρακτική ρευστότητας και υπέρβασης απέναντι στους θεσμούς. Το σύνταγμα και η λαϊκή επικύρωση θεωρείται εμπόδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δεύτερη απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο δεν πέρασε από τη Βουλή. Δεν περιλάμβανε προδιαγεγραμμένο ύψος φορολόγησης των καταθέσεων και ανέθετε τις βασικές αποφάσεις σε έναν διορισμένο κεντρικό τραπεζίτη. Για μια απόφαση που αλλάζει δραματικά τη ζωή των Κυπρίων για την επόμενη δεκαετία δεν απαιτείται καμία νομιμοποίηση! Παρόμοια ρευστότητα δείχνει και η ιστορία των ελληνικών μνημονίων, τα οποία δεσμεύουν μόνο το ένα μέλος, την Ελλάδα, η οποία πρέπει να τα εφαρμόζει χωρίς καμία παρέκκλιση, ενώ η τρόικα μπορεί να τα μεταβάλλει. Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι οι πολιτικές διευθέτησης της κρίσης αμφισβητούν τον πυρήνα των συνταγματικών θεσμών και τη δημοκρατία με ριζικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ό,τι τα υποκριτικώς καταγγελλόμενα ως αντιδημοκρατικά άκρα. Απλώς ακυρώνουν τους θεσμούς.
Εκείνο το ζήτημα στο οποίο κυρίως η Κύπρος αποτελεί τομή στην ευρωπαϊκή κρίση είναι η φορολόγηση των καταθέσεων. Έως τώρα στις τραπεζικές κρίσεις, τα βάρη μετακυλούσαν στους φορολογουμένους και στους εργαζομένους. Αν και δεν έχουμε μια εικόνα για τη δομή και το μέγεθος των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες, η αρχή της αντιμετώπισης των καταθετών ως επενδυτών, οι οποίοι αναλαμβάνουν το σχετικό ρίσκο, συνιστά μια νέα αρχή. Η αρχή αυτή απλώνει το ρίσκο και τη ρευστότητα σε μια οικονομική σφαίρα η οποία έως πρόσφατα εγγυόταν τις άλλες. Άτομα, εταιρείες και οργανισμοί έως τώρα μπορούσαν να επιδιώκουν μεγαλύτερα κέρδη αναλαμβάνοντας ρίσκο, γιατί μπορούσαν να διαθέτουν ένα αντίβαρο το οποίο εξασφάλιζε σταθερότητα: τις εγγυημένες τραπεζικές καταθέσεις. Αυτή η διάσταση αποτελούσε, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, στοιχείο σταθερότητας του συστήματος, ενίσχυε το στοιχείο συντηρητισμού στις κοινωνίες. Αποτελούσε ένα όριο των οικονομικών διεκδικήσεων και της επιθυμίας αλλαγών. Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι δεν είναι εκείνοι της εποχής του Μαρξ που μπορούσαν να διακινδυνεύουν γιατί δεν είχαν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Έχουν να χάσουν τις καταθέσεις τους. Ακόμη κι αν οι δικές τους καταθέσεις είναι μικρές, δεν διακινδυνεύουν να χάσουν τις καταθέσεις των ταμείων που θα τους εξασφαλίσουν σύνταξη και περίθαλψη. Η εγγύηση των καταθέσεων είναι στοιχείο της κυβερνησιμότητας (governmentality). Τα άτομα αποτελούν οικονομικές μονάδες και η όποια συλλογική συμπεριφορά τους εγγράφεται σε έναν κύκλο που δεν μπορούν να υπερβούν. Αυτός ο κύκλος είναι η σταθερότητα της συσσωρευμένης αξίας της δουλειάς τους. Αυτός ο κύκλος είναι η εγγύηση της σταθερότητας του συστήματος. Και αυτή η σταθερότητα εξασφαλίζεται επειδή γίνεται εσωτερική αξία. Τα άτομα γίνονται κυβερνήσιμα επειδή εσωτερικεύουν τους όρους της διακυβέρνησής τους. Η σταθερότητα του καπιταλισμού γίνεται υπόθεση του καθενός και της καθεμιάς. Η αποταμίευση και η σταθερότητα των αποταμιεύσεων είναι ο βασικός κανόνας, η προϋπόθεση γι’ αυτό. Εδώ στηρίχτηκε το σύστημα συλλογικών εγγυήσεων της νεότερης εποχής, δηλαδή το κοινωνικό κράτος.
Η καινούρια αρχή της φορολόγησης των καταθέσεων θίγει αυτήν ακριβώς τη διάσταση, ρευστοποιεί αυτήν ακριβώς τη σταθερότητα. Έως τώρα οι πολιτικές λιτότητας και περιορισμού είχαν ως δικαιολογία τη διάσωση της νομισματικής σταθερότητας και του δημιουργημένου ατομικού και συλλογικού πλούτου. Αυτή η δικαιολογία τώρα εκλείπει. Όλα είναι στον αέρα, όλα βρίσκονται στη ζώνη της διακινδύνευσης, όλα εξαρτώνται πια περισσότερο από αποφάσεις παρά από αρχές, θεσμούς και νόμους. Το σύστημα συνολικά έχει καταστρέψει τον παλιό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι γίνονταν κυβερνήσιμοι, χωρίς να βρει έναν καινούριο. Μέσω της κρίσης, το σύστημα υπονομεύει τον εαυτό του.
Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη διάσταση στη φορολόγηση των καταθέσεων. Οι τράπεζες, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, συνδέονται στενά με την πολιτική εξουσία γιατί αναδιανέμουν χρήμα. Δανειοδοτούν κόμματα, Μ.Μ.Ε., πολιτικούς, think tanks και ινστιτούτα χάραξης πολιτικής, επιχειρήσεις και θεσμούς που συνδέονται με την πολιτική εξουσία. Όπως έδειξε και η πώληση των κυπριακών υποκαταστημάτων (το 10% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος) μέσα σε μια νύχτα στην Τράπεζα Πειραιώς, η διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και τραπεζών είναι στενότατη. Πρόκειται για το κυκλοφορικό σύστημα όχι μόνο του οικονομικού αλλά και του πολιτικού συστήματος. Οι αλλαγές στις τράπεζες προκαλούν και θα προκαλέσουν ριζικές ανακατατάξεις στην πολιτική. Η πώληση όχι μόνο των κυπριακών αλλά και των ελληνικών τραπεζών θα προκαλέσει τρομερές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο. Θα είναι μια βίαιη επανάσταση από τα πάνω. Η επόμενη μέρα θα μας βρει σε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον.
Η συζήτηση για τη διευθέτηση της κυπριακής κρίσης συνδέθηκε εξαρχής με την υπόθεση της ενίσχυσης του γερμανικού Διευθυντηρίου απέναντι στην Ευρώπη. Η υπόθεση αυτή είναι βάσιμη, και αυτό δεν είναι κάτι που απορρέει από τα αντιγερμανικά αισθήματα του Νότου, που βλέπει κάπως απλοποιημένα την κρίση σαν επιβολή του ενός έθνους πάνω στο άλλο. Γερμανοί διανοούμενοι όπως ο Ούλριχ Μπεκ υποστηρίζουν ότι η Γερμανία, ως η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, υπαγορεύει τους όρους με τους οποίους τα έθνη της Ευρώπης θα πρέπει να χειριστούν την οικονομία και την κοινωνία τους, υπονομεύοντας την εθνική τους ανεξαρτησία, τους κοινοτικούς θεσμούς και τα δημοκρατικά κεκτημένα. Η Γερμανία λειτουργεί ως το θεωρητικό υπερεγώ του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, γιατί η Γερμανία είναι η μόνη πλεονασματική οικονομία η οποία επωφελείται από το ευρώ, εξασφαλίζοντας μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια όταν οι άλλες οικονομίες δανείζονται με επιτόκια πολύ πάνω από το ποσοστό ανάπτυξής τους, πράγμα που βαθαίνει τη διαφορά και τις αποκλίσεις. Η νέα αρχή του ρίσκου των καταθέσεων θα έχει τις εξής συνέπειες. Οι καταθέσεις θα φύγουν από τις τράπεζες και τις χώρες όπου η ύφεση απειλεί τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, και επομένως υπάρχει ο κίνδυνος κουρέματος, προς χώρες στις οποίες η οικονομία είναι σταθερότερη, και επομένως οι τράπεζες εγγυώνται την ακεραιότητα των καταθέσεων, ακόμη κι αν υπάρχει αρνητικός τόκος. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία. Θα επωφεληθούν οι γερμανικές τράπεζες και επειδή η Ευρωζώνη δεν μπορεί να αποστραγγιστεί από κεφάλαια στην περιφέρεια, οι ίδιες οι τράπεζες της περιφέρειας θα περάσουν υπό γερμανική ηγεμονία. Να τολμήσουμε να φανταστούμε τις συνέπειες για τη ροή και την κυκλοφορία του πολιτικού χρήματος και τον ανασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, για την άνοδο μιας νέας πολιτικής τάξης;
Για όλους αυτούς τους λόγους, η κυπριακή κρίση μας αφορά. Αποτελεί μια καμπή στην ευρωπαϊκή κρίση. Από την άποψη αυτή, ο τρόπος με τον οποίο η κυπριακή κρίση συζητιέται στην Ελλάδα –»δείτε τι πάθανε οι Κύπριοι που αναζητούσαν λύσεις εκτός από τις προσφερόμενες», «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση»– εκτός από παιδαριώδης είναι και συμπλεγματική. Αν στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο βιάστηκαν να πανηγυρίσουν το «όχι» της Κύπρου πριν αλέκτορα φωνήσαι, στο μνημονιακό ακούγονται υποτονθορισμοί φοβισμένων κατοικιδίων. Η κυπριακή κρίση δημιούργησε τετελεσμένα για τη Σλοβενία, τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο και άλλες χώρες που ενδεχομένως θα δαμαστούν ευκολότερα μετά τον άγριο κυπριακό παραδειγματισμό. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε, μετά τις νέες εξελίξεις, πού βαδίζει η Ευρώπη και πώς η κρίση αυτή μεταβάλλει τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου