Διήγημα του Νίκου Αραπάκη στο TVXS 16.1.2013:
17/3/2019 - Κάπου στην Αθήνα:
Σε ένα ακατοίκητο τη βγάζω τώρα. Φως και νερό βέβαια δεν έχει, αλλά είναι σε καλή κατάσταση: Τα πορτοπαράθυρα κλείνουν και δεν μπαίνει νερό από πουθενά. Αυτοί που έμεναν παλιά άφησαν και ένα κρεβάτι, και μάλιστα με στρώμα. Μεγαλεία. Είχα να κοιμηθώ σε στρώμα ούτε κι εγώ ξέρω πόσο καιρό. Αν είχαν αφήσει και καμιά κουβέρτα…
Μόνο το κρύο δεν αντέχεται. Αν με βρει το καλοκαίρι και δεν έχω πεθάνει από το κρύο, θα ζήσω αιώνια. Τώρα, θα μου πεις, φοβάσαι το κρύο και δεν φοβάσαι την πείνα; Όλα τα φοβάμαι. Το καθένα όμως με τη σειρά του. Όταν κρυώνω, φοβάμαι το κρύο. Όταν πεινάω, φοβάμαι την πείνα.
Καλά έκανες και έφυγες. Γλίτωσες. Έρημη η Αθήνα. Κρανίου τόπος. Συνοικίες ολόκληρες και έχουν ερημώσει. Προπαντός στο κέντρο δεν συναντάς άνθρωπο. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν για τα χωριά τους. Όσοι δεν είχαν χωριά, έφυγαν για τον άλλο κόσμο. Έχεις ακούσει για το χειμώνα του ’41, στην Κατοχή; Ένα τέτοιο πράγμα. Τώρα όμως οι θάνατοι από ασιτία έχουν μειωθεί πάρα πολύ. Δεν έμειναν, βλέπεις, και πολλοί υποψήφιοι προς αποδημία.
Πάντως, για να μην κλαίγομαι συνεχώς, η όλη ιστορία έχει και τα καλά της. Είμαι τόσο αδύνατος όσο τα μοντέλα που έδειχνε το χαζοκούτι. Το Νο 38 του παντελονιού μου έχει γίνει 32 και οδεύει ολοταχώς προς το 30. Επιτέλους αδυνάτησα και η ανδρική μου αυτοπεποίθηση έχει πιάσει ταβάνι. Όχι, μην φοβάσαι, οι πιθανότητες να σε κερατώσω είναι ανύπαρκτες. Μολονότι αριά και πού συναντώ κάποιες γυναίκες, κανείς δεν έχει διάθεση να σπαταλήσει πολύτιμες θερμίδες για εφήμερες σαρκικές απολαύσεις. Ηδονή, πλέον, αντλούμαι αποκλειστικά και μόνο από την επιβίωση.
Τέσσερις μένουμε μαζί. Όλοι μια ηλικία: γύρω στα 50. Τους δυο τους ξέρεις, αλλά δεν θα σου πω τα ονόματά τους, για ευνόητους λόγους. Πάντως, μου είπαν να σου μεταφέρω τα χαιρετίσματά τους. Τώρα, θα μου πεις πάλι, ποια χαιρετίσματα; Αφού αυτό το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στα χέρια σου. Δεν έχει σημασία. Αυτοί, εφόσον σε γνωρίζουν, έπραξαν ως όφειλαν.
Τα πράγματα γίνονται ολοένα και χειρότερα. Πάνε κοντά τρία χρόνια που κατέρρευσε το σύστημα και τίποτα δεν δείχνει πως θα ξεφύγουμε από το χάος. Ίσα ίσα που αρχίζει να διαμορφώνεται μια πραγματικότητα εντελώς ζοφερή. Αυτοί οι ελάχιστοι που κατάφεραν να επιβιώσουν αλώβητοι από την κρίση, δηλαδή οι πλούσιοι και τα τσιράκια τους, έχουν αρχίσει και δημιουργούν δικές τους κοινότητες. Περιφραγμένες.
Θυμάσαι τι μας έλεγε η ξαδέλφη μου για τη Βενεζουέλα; Εκεί που οι πλούσιοι έμεναν σε περιφραγμένα οικοδομικά τετράγωνα και για να μπεις μέσα χρειαζόσουν ειδική άδεια; Το ίδιο γίνεται τώρα κι εδώ. Αν και σε πιο ακραία μορφή. Θυμάσαι εκείνο το φράχτη που είχαμε στήσει στον Έβρο για να μην μπαίνουν παράνομα οι μετανάστες; Ε, τώρα τον έφεραν εδώ, τον κομματιάζουν και περιφράζουν τα διάφορα προάστια που κατοικούν οι πλούσιοι. Ξέρεις, τα γνωστά βόρεια και ένα-δυο κοντά τη θάλασσα.
Σήμερα φάγαμε μια γάτα. Ξέρω ότι τώρα θα με βρίζεις, αλλά δεν έχεις δίκιο. Εξακολουθώ να είμαι φιλόζωος αλλά, μεταξύ φιλοζωίας και επιβίωσης, όσο κι αν δεν με τιμάει, διάλεξα το δεύτερο. Πάντως, για να μην στεναχωριέσαι που φάγαμε τη γάτα, οφείλω να σε ενημερώσω ότι τα ψωμιά της ήταν μετρημένα. Αν δεν την τρώγαμε εμείς, είτε θα πέθαινε από την ασιτία είτε θα την έτρωγαν κάποιοι άλλοι.
Βλέπεις, αφενός δεν έχει μείνει τίποτα ζωντανό που θα μπορούσε να το φάει και να επιβιώσει, και, αφετέρου, δεν είμαστε οι μόνοι που πεινάμε και τρώμε οτιδήποτε μπορεί να φαγωθεί. Ως κι οι κατσαρίδες, που ο μύθος έλεγε ότι θα αντέξουν ακόμη και σε πυρηνικό πόλεμο, έχουν εξαφανιστεί. Δεν μιλάω για ποντίκια ή πουλιά. Αυτά εξαφανίστηκαν από τον πρώτο χρόνο κιόλας.
Ξέρεις, όταν πεινάω, τι αναπολώ περισσότερο απ’ όλα; Τους λόφους που σχημάτιζαν τα σκουπίδια τις καλές εποχές. Τότε που απεργούσαν οι υπάλληλοι καθαριότητας και εμείς βρίζαμε και διαμαρτυρόμασταν για τη βρόμα και τη δυσωδία. Όχι, δεν έχω αποκτηνωθεί. Προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής. Το να ονειρεύομαι σούπες και ψητά στο φούρνο, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να με οδηγήσει στην τρέλα. Όχι ότι οι λόφοι των σκουπιδιών τώρα πια είναι πιο εύκολο να βρεθούν αλλά, ως ευχή, συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί.
Την ημέρα καθόμαστε στο σπίτι, συγκεντρώνουμε πληροφορίες και, μόλις νυχτώσει, ξαμολιόμαστε για να τις επαληθεύσουμε. Θεωρητικά είμαστε αντιστασιακή οργάνωση που έχει ως στόχο την ανατροπή του κορπορατικού καθεστώτος.
Στην πραγματικότητα όμως, δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από ένα μπουλούκι πεινασμένων που αγωνιά και παλεύει καθημερινά για λίγα γραμμάρια τροφής. Βέβαια, αν το δεις με την ψυχρή λογική, κι αυτό μια πράξη αντίστασης είναι. Όσο υπάρχουμε, ακόμη κι αν δεν κάνουμε κάτι για να τους ενοχλούμε, θα είμαστε ένα καρφί που πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος να μπει στον κώλο τους. Και μην νομίζεις ότι δεν το ξέρουν. Το ξέρουν και το παραξέρουν.
Γι’ αυτό και έχουν φάει τα λυσσακά τους για να μας εξολοθρεύσουν.
Οι μπάτσοι δεν κυκλοφορούν πλέον στους δρόμους. Από την ώρα που κατέρρευσε το κράτος, οι περισσότεροι προσλήφθηκαν αντί πινακίου φακής –αυτό το «αντί πινακίου φακής» είναι κυριολεκτικό και όχι μεταφορικό– από τους πλούσιους για να τους φυλάνε. Ο παλιός, καλός μπάτσος, με τα δακρυγόνα και τα κλομπς, τώρα πια είναι μια ευχάριστη ανάμνηση του παρελθόντος. Οι σημερινοί μπάτσοι σκοτώνουν. Κι όταν λέω σκοτώνουν, εννοώ ότι σε σκοτώνουν για ψύλλου πήδημα.
Μα από τους μπάτσους δεν κινδυνεύουμε ιδιαίτερα. Όπως σου ανέφερα και νωρίτερα, τώρα πια τους συναντάς σπάνια. Πρέπει να πηγαίνεις γυρεύοντας ή να είσαι πολύ άτυχος για να πέσεις επάνω σε κάποιον από δαύτους. Άλλοι είναι αυτή τη στιγμή το μεγάλο πρόβλημα. Οι zouzounistas. Τους θυμάσαι τους zouzounistas; Ναι, αυτούς που μάζευαν τις τσίχλες από τα πεζοδρόμια και φύτευαν λουλουδάκια.
Ε, τώρα, αντί για τσίχλες, μαζεύουν τους νεκρούς από τους δρόμους. Μα αν ήταν μόνο αυτό θα ήταν καλά, για πρώτη φορά θα προσέφεραν πραγματικό κοινωνικό έργο.
Το πρόβλημα είναι πως όταν δεν βρίσκουν νεκρούς για να συλλέξουν, τους δημιουργούν μόνοι τους. Βλέπεις έχουν υπογράψει συμβόλαιο με το κράτος και πληρώνονται με το κομμάτι. Έτσι, επειδή τα έξοδα της επιχείρησης που έχουν στήσει τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς και η χρεοκοπία είναι ένας κίνδυνος σχεδόν καθημερινός, όταν δεν βρίσκουν νεκρούς για να μαζέψουν, τους δημιουργούν μόνοι τους. Είμαι σίγουρος πως τα όσα σου περιγράφω θα σου φαίνονται αποκρουστικά, όπως και σε εμάς άλλωστε, αλλά, για όλους όσοι προτάσσουν την υγιή επιχειρηματικότητα, η πρακτική τους θεωρείται απολύτως επιτυχημένη.
Το ευρώ, πάντως, βρίσκεται στα καλύτερά του. Τείνει να φάει και το δολάριο, αν δεν το έχει φάει ήδη. Τώρα, θα μου πεις, εφόσον κανένας από εμάς δεν το έχει στην τσέπη του, τι μας αφορά;
Δεν θα διαφωνήσω με το σκεπτικό σου, αλλά από την άλλη, έστω κι αν κανείς δεν το ομολογεί, το ισχυρό νόμισμα μας κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς. Και μην με ρωτήσεις γιατί, δεν ξέρω. Ίσως, έτσι όπως το σκέφτομαι τώρα, να βγαίνει στην επιφάνεια η πλύση εγκεφάλου που μας έκαναν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τότε που είχαν ξαμολήσει τους Καψήδες για να μας πείσουν ότι με το ευρώ θα πεινάμε καλύτερα.
Θα σε αφήσω προς το παρόν. Μολονότι θέλω να σου γράψω πολλά ακόμη, τώρα δεν προλαβαίνω. Σε λίγο θα βγούμε για νυχτερινή επιχείρηση και πρέπει να ετοιμαστώ. Εάν οι πληροφορίες μας είναι σωστές, που μάλλον είναι, σήμερα θα φάμε βασιλικά.
Ένας άνθρωπός μας, που έχει παρεισφρήσει στο μπλοκ C (στο συγκεκριμένο μπλοκ διαμένουν οι συνεργαζόμενοι με το καθεστώς δημοσιογράφοι), μας ειδοποίησε ότι, εχθές, στου Μανδραβέλη τρώγανε μπαρμπούνια. Εάν είμαστε τυχεροί, σε λίγη ώρα θα γλείψουμε τα κόκκαλα και θα φάμε τα κεφάλια.
Σε φιλώ
ουδέποτε οι γάτες έτρωγαν κεφάλια από μπαρμπούνια, πόσο μάλλον οι άνθρωποι στην κατάσταση που περιγράφεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγνοώ αν τρώει κεφάλια από μπαρμπούνια ο συγγραφέας του διηγήματος (ή ο Μανδραβέλης).
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως εγώ δεν τα τρώω.