Της Ζεζας Ζηκου, από τη Καθημερινή 6.5.2012
Με τα Μνημόνια και τον διχασμό του λαού και των κομμάτων σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά», η Ελλάδα εισήλθε στη δική της εποχή των άκρων μιας «βρώμικης» ομηρίας. Ο όρος έχει επινοηθεί από τον μαρξιστή ιστορικό Ερικ Χόμπσμπαουμ και αφορά στον «μικρό 20ό αιώνα», με αφετηρία το 1917 και τέρμα το 1989. Τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., έχουν δεσμευτεί ώστε οι διατάξεις του νέου Μνημονίου να κατοχυρωθούν και από το νέο Σύνταγμα που θα προκύψει από την εντός του 2012–2013 υποχρεωτική αναθεώρηση και τροποποίηση του υπάρχοντος.
Τα νέα δάνεια δεν θα χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της ανάπτυξης και του μεσαίου επιχειρηματικού κόσμου, η ύπαρξη του οποίου είναι προϋπόθεση επιβίωσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά, για τη μετάλλαξη του προηγούμενου χρέους σε μια νέα μορφή εθνικού χρέους προστατευόμενη από το αγγλικό δίκαιο, με την επιπλέον δυνατότητα άμεσα της κατάσχεσης του δημόσιου πλούτου. Με το άρθρο 1 του υπογραφέντος νέου Μνημονίου δημιουργείται ταμείο με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.», το οποίο διοικείται κατ’ ευθείαν από την τρόικα και τους διεθνείς δανειστές, απαλλάσσεται από κάθε μορφή φορολογίας και η λειτουργία του βαρύνει μόνον το ελληνικό Δημόσιο. Και τα έσοδα από την πώληση της δημόσιας περιουσίας θα πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στους δανειστές και όχι στο ελληνικό κράτος.
Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί την τρέχουσα ιστορική κρίση από τις προηγούμενες αυτό είναι ένα «έλλειμμα» οποιασδήποτε ελπίδας και προοπτικής. Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει απολύτως κανένα περιθώριο ρεαλιστικών προτάσεων για την έξοδο από τα εφιαλτικά αδιέξοδα της χώρας. Aλλαγές στον καθολικό τρόπο του βίου, δηλαδή στον πολιτισμό, δεν εκβιάζονται ούτε με την επιβολή ιδεολογιών ούτε με μνημονιακές προστακτικές «επικοινωνιακής» ή όποιας άλλης αφηρημένης λογικής.
Οι κρίσεις του 20ού αιώνα οδήγησαν, ευθέως ή εμμέσως, σε θεαματικές μεταλλαγές όχι μόνο των πολιτικών ισορροπιών, αλλά και του περιεχομένου των πολιτικών διακηρύξεων. Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η «υποταγή» του ελληνικού κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της «διάσωσης» της χώρας αναδεικνύει την υποταγή της εθνικής πολιτικής στην οικονομική εξουσία του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών. Αλλά, για την άρχουσα γνώμη των ελίτ, η ιδέα της προστασίας και περιχαράκωσης της εθνικής οικονομίας και μαζί της η ιδέα της εθνικής πορείας προς την ανάπτυξη και την προκοπή οφείλουν να εγκαταλειφθούν ως ανιστόρητες χίμαιρες. Ομως –είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν– όλες οι χώρες της Ευρωζώνης καλούνται να προδιαγράψουν το μέλλον τους πάνω στην αποκλειστική βάση της άμεσης ανταγωνιστικής μεγιστοποίησης της παραγωγικότητάς τους.
Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχουν πια εθνικοί Ρουβίκωνες. Το πολιτικό φαίνεται να συνοψίζεται –και να εξαντλείται– στη δήθεν «ρεαλιστική» αναγνώριση της αδυσώπητης ισχύος των Μνημονίων... Η «αναγκαία» υποταγή σηματοδοτεί το τέλος, είτε βιαστικά είτε προφητικά, της κοινωνίας με την παραγωγή «τοπικών» μορφών ανεργίας, εξαθλίωσης ή βίαιης προλεταριοποίησης των παραδοσιακά αυτοαπασχολούμενων μικρομεσαίων στρωμάτων. Γιατί το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, τα πρόσωπα, οι επιχειρηματίες και οι τραπεζίτες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία θα καταφέρουν κάτι καλύτερο στο μέλλον; Επειδή θα το επιβάλουν το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Ενωση; Οχι βέβαια. Η αύξουσα ενσωμάτωση και αλληλεξάρτηση των επιμέρους εθνικών οικονομιών στη νομισματική ένωση, η θεσμοποίηση δεσμευτικών υπερεθνικών κανόνων και κανονισμών όχι μόνο σε ευρωπαϊκή αλλά και σε υπερεθνική κλίμακα, η συνακόλουθη βαθμιαία αποψίλωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και η πλήρης σχεδόν επικράτηση της μονοδιάστατης μονεταριστικής οικονομικής ορθοδοξίας έχουν συρρικνώσει δραματικά την πολιτική ευχέρεια των κρατών να επιλέξουν εθνικές στρατηγικές εξόδου από την κρίση.
Αν δεν μας πεθάνει και δεν πεθάνει και η ίδια, η χώρα στην οποία θα ζήσουμε θα είναι διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ιστορικό νόημα της «υποταγής» μπορεί να συνοψισθεί στην προώθηση της παραγωγικής ανταγωνιστικότητας με την υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου εις βάρος των οποιωνδήποτε κοινωνικών κατακτήσεων και αδιαφορώντας για την επιβίωση της κοινωνικής συναίνεσης. Είναι προφανές πως οι ιθύνουσες ομάδες δεν δέχονται αλλαγές που θίγουν την εξουσία τους και τα συμφέροντά τους, η ιστορία των «εθνικών δανείων» και της ξένης βοήθειας είναι ακριβώς ιστορία κατασπατάλησης προς όφελος αυτών των κυρίαρχων ομάδων –για να διαιωνίζεται ο τρόπος που κυβερνούν και πλουτίζουν–, γιατί άλλον δεν ξέρουν. Από την εποχή της UΝRΑ μέχρι τα πακέτα Ντελόρ και τα ΕΣΠΑ, για να μείνουμε στα πρόσφατα παραδείγματα, αυτό συμβαίνει.
Aπομένει, λοιπόν, να δούμε σήμερα τι επιφυλάσσουν οι εκλογές για όσους έχουν υπογράψει ιδεολογική σύμβαση με την «εποχή των Μνημονίων»... Ομως, η Ελλάδα σύρεται σε μια ιστορική καταστροφή… που ανατρέπει πλήρως κάθε ατομική ή συλλογική βεβαιότητα που ίσχυε τα τελευταία 38 χρόνια. Δίχως ίχνος αυτοκριτικής, δίχως συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης, δίχως φιλότιμο τελικά, επιδίδονται οι πολιτικοί σε μια ακόμα επικοινωνιακή διαχείριση, προκειμένου να διασωθούν πολιτικά. Για ποια «αναδιαπραγμάτευση» μιλάνε; Αν δεν αλλάξει πολιτική, η χώρα θα στραγγίξει. Θα εξυγιανθεί πεθαίνοντας.
Με τα Μνημόνια και τον διχασμό του λαού και των κομμάτων σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά», η Ελλάδα εισήλθε στη δική της εποχή των άκρων μιας «βρώμικης» ομηρίας. Ο όρος έχει επινοηθεί από τον μαρξιστή ιστορικό Ερικ Χόμπσμπαουμ και αφορά στον «μικρό 20ό αιώνα», με αφετηρία το 1917 και τέρμα το 1989. Τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., έχουν δεσμευτεί ώστε οι διατάξεις του νέου Μνημονίου να κατοχυρωθούν και από το νέο Σύνταγμα που θα προκύψει από την εντός του 2012–2013 υποχρεωτική αναθεώρηση και τροποποίηση του υπάρχοντος.
Τα νέα δάνεια δεν θα χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της ανάπτυξης και του μεσαίου επιχειρηματικού κόσμου, η ύπαρξη του οποίου είναι προϋπόθεση επιβίωσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά, για τη μετάλλαξη του προηγούμενου χρέους σε μια νέα μορφή εθνικού χρέους προστατευόμενη από το αγγλικό δίκαιο, με την επιπλέον δυνατότητα άμεσα της κατάσχεσης του δημόσιου πλούτου. Με το άρθρο 1 του υπογραφέντος νέου Μνημονίου δημιουργείται ταμείο με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.», το οποίο διοικείται κατ’ ευθείαν από την τρόικα και τους διεθνείς δανειστές, απαλλάσσεται από κάθε μορφή φορολογίας και η λειτουργία του βαρύνει μόνον το ελληνικό Δημόσιο. Και τα έσοδα από την πώληση της δημόσιας περιουσίας θα πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στους δανειστές και όχι στο ελληνικό κράτος.
Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί την τρέχουσα ιστορική κρίση από τις προηγούμενες αυτό είναι ένα «έλλειμμα» οποιασδήποτε ελπίδας και προοπτικής. Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει απολύτως κανένα περιθώριο ρεαλιστικών προτάσεων για την έξοδο από τα εφιαλτικά αδιέξοδα της χώρας. Aλλαγές στον καθολικό τρόπο του βίου, δηλαδή στον πολιτισμό, δεν εκβιάζονται ούτε με την επιβολή ιδεολογιών ούτε με μνημονιακές προστακτικές «επικοινωνιακής» ή όποιας άλλης αφηρημένης λογικής.
Οι κρίσεις του 20ού αιώνα οδήγησαν, ευθέως ή εμμέσως, σε θεαματικές μεταλλαγές όχι μόνο των πολιτικών ισορροπιών, αλλά και του περιεχομένου των πολιτικών διακηρύξεων. Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η «υποταγή» του ελληνικού κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της «διάσωσης» της χώρας αναδεικνύει την υποταγή της εθνικής πολιτικής στην οικονομική εξουσία του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών. Αλλά, για την άρχουσα γνώμη των ελίτ, η ιδέα της προστασίας και περιχαράκωσης της εθνικής οικονομίας και μαζί της η ιδέα της εθνικής πορείας προς την ανάπτυξη και την προκοπή οφείλουν να εγκαταλειφθούν ως ανιστόρητες χίμαιρες. Ομως –είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν– όλες οι χώρες της Ευρωζώνης καλούνται να προδιαγράψουν το μέλλον τους πάνω στην αποκλειστική βάση της άμεσης ανταγωνιστικής μεγιστοποίησης της παραγωγικότητάς τους.
Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχουν πια εθνικοί Ρουβίκωνες. Το πολιτικό φαίνεται να συνοψίζεται –και να εξαντλείται– στη δήθεν «ρεαλιστική» αναγνώριση της αδυσώπητης ισχύος των Μνημονίων... Η «αναγκαία» υποταγή σηματοδοτεί το τέλος, είτε βιαστικά είτε προφητικά, της κοινωνίας με την παραγωγή «τοπικών» μορφών ανεργίας, εξαθλίωσης ή βίαιης προλεταριοποίησης των παραδοσιακά αυτοαπασχολούμενων μικρομεσαίων στρωμάτων. Γιατί το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, τα πρόσωπα, οι επιχειρηματίες και οι τραπεζίτες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία θα καταφέρουν κάτι καλύτερο στο μέλλον; Επειδή θα το επιβάλουν το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Ενωση; Οχι βέβαια. Η αύξουσα ενσωμάτωση και αλληλεξάρτηση των επιμέρους εθνικών οικονομιών στη νομισματική ένωση, η θεσμοποίηση δεσμευτικών υπερεθνικών κανόνων και κανονισμών όχι μόνο σε ευρωπαϊκή αλλά και σε υπερεθνική κλίμακα, η συνακόλουθη βαθμιαία αποψίλωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και η πλήρης σχεδόν επικράτηση της μονοδιάστατης μονεταριστικής οικονομικής ορθοδοξίας έχουν συρρικνώσει δραματικά την πολιτική ευχέρεια των κρατών να επιλέξουν εθνικές στρατηγικές εξόδου από την κρίση.
Αν δεν μας πεθάνει και δεν πεθάνει και η ίδια, η χώρα στην οποία θα ζήσουμε θα είναι διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ιστορικό νόημα της «υποταγής» μπορεί να συνοψισθεί στην προώθηση της παραγωγικής ανταγωνιστικότητας με την υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου εις βάρος των οποιωνδήποτε κοινωνικών κατακτήσεων και αδιαφορώντας για την επιβίωση της κοινωνικής συναίνεσης. Είναι προφανές πως οι ιθύνουσες ομάδες δεν δέχονται αλλαγές που θίγουν την εξουσία τους και τα συμφέροντά τους, η ιστορία των «εθνικών δανείων» και της ξένης βοήθειας είναι ακριβώς ιστορία κατασπατάλησης προς όφελος αυτών των κυρίαρχων ομάδων –για να διαιωνίζεται ο τρόπος που κυβερνούν και πλουτίζουν–, γιατί άλλον δεν ξέρουν. Από την εποχή της UΝRΑ μέχρι τα πακέτα Ντελόρ και τα ΕΣΠΑ, για να μείνουμε στα πρόσφατα παραδείγματα, αυτό συμβαίνει.
Aπομένει, λοιπόν, να δούμε σήμερα τι επιφυλάσσουν οι εκλογές για όσους έχουν υπογράψει ιδεολογική σύμβαση με την «εποχή των Μνημονίων»... Ομως, η Ελλάδα σύρεται σε μια ιστορική καταστροφή… που ανατρέπει πλήρως κάθε ατομική ή συλλογική βεβαιότητα που ίσχυε τα τελευταία 38 χρόνια. Δίχως ίχνος αυτοκριτικής, δίχως συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης, δίχως φιλότιμο τελικά, επιδίδονται οι πολιτικοί σε μια ακόμα επικοινωνιακή διαχείριση, προκειμένου να διασωθούν πολιτικά. Για ποια «αναδιαπραγμάτευση» μιλάνε; Αν δεν αλλάξει πολιτική, η χώρα θα στραγγίξει. Θα εξυγιανθεί πεθαίνοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου