Άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στη Καθημερινή 13.9.2012:
Εντελώς διαφορετικά πράγματα απ’ όσα μας τυραννούν σήμερα είχε στο μυαλό του ο Κωστής Παλαμάς όταν, στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», έγραφε τον στίχο «Θεός αλύπητος· το Χρέος». Για άλλο Χρέος μιλούσε, των υψηλών ιδεών, όχι γι’ αυτό που μετριέται με ευρώ. Ωστόσο δεν βρίσκονται πολύ μακριά τα λόγια του απ’ όσα συμβαίνουν τώρα και όχι μόνο επειδή η σύγχυση με τη σημασία του «χρέους» κρατάει από παλιά. Πολλοί απ’ όσους «διακονούν τα κοινά» (κατά την ψευτοταπεινή ρητορική τους) συνεχίζουν να μπερδεύουν το Χρέος τους προς την πατρίδα με το χρέος που είναι βέβαιοι πως έχει η πατρίδα απέναντι στην εκλαμπρότητά τους.
Το χρέος μας, λοιπόν, αυτό, που, όπως ειπώθηκε, χάρη στην καλοσύνη των πιστωτών μας «μειώθηκε όσο ποτέ για οποιαδήποτε χώρα», ούτε «μαζί το φτιάξαμε» ούτε «μαζί το απολαύσαμε». Δεν αποφασίζαμε όλοι μαζί για τις υπέρογκες αμυντικές δαπάνες, που όσο πιο αχρείαστες ήταν, τόσο μεγαλύτερη η μίζα τους. Δεν μπήκαμε όλοι μαζί τρελαμένοι στο σπάταλο πανηγύρι των Ολυμπιακών. Δεν φυγαδεύαμε όλοι μαζί τα περισσεύματά μας στο εξωτερικό. Δεν φτιάχναμε όλοι μαζί οφ σορ σε μακαρίους νήσους. Δεν αναλαμβάναμε όλοι μαζί έργα του Δημοσίου, που πάντοτε κόστιζαν είκοσι φορές πάνω από το συμφωνημένο και πάντοτε παραδίνονταν σκάρτα, ώστε κάτι επιπλέον να κερδίσουν με τις «επιδιορθώσεις» οι μονίμως κερδίζοντες. Δεν λέγαμε όλοι μαζί πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό».
Κι όμως. Μας παρουσιάζουν το Χρέος σαν Θεό από τον οποίο υποτίθεται πως όλοι έχουμε λαμβάνειν προστασία και στον οποίο, πάλι υποτίθεται, όλοι οφείλουμε να αποδίδουμε τιμές και μάλιστα με το στόμα κλειστό, να μη διαμαρτύρεται. Ο Θεός αυτός, που τώρα η «επιφάνειά» του συντελείται με τριαδική, τροϊκανική μορφή, είναι αλύπητος, αν όχι μοχθηρός και φιλέκδικος. Βεβαίως, κάποιοι απόστολοί του δηλώνουν ότι πολύ μάς συμπονούν και ότι «ματώνει η καρδιά τους» με τα παθήματά μας, αλλά έως εκεί. Εως εκεί, γιατί η απόφαση είναι ειλημμένη: Πρέπει να τιμωρηθούμε για όσα πράξαμε, ώστε να σωφρονιστούμε, να πάψουμε να «ασωτεύουμε» και να «παρασιτούμε». Και η τιμωρία μας θα ολοκληρωθεί όταν θ’ αδειάσει η ψυχή μας, όχι μόνο η τσέπη μας. Οταν θα αποδεχτούμε συρόμενοι ότι αμαρτήσαμε βαριά, ότι η ίδια η ύπαρξή μας ήταν ένα έγκλημα.
Δεν έχουν νόημα, λοιπόν, οι λιτανείες και οι περιφορές εικόνων (ο άγιος Ολάντ, η οσία Μέρκελ...) και οι δεήσεις στις οποίες επιδίδεται το ιερατείο μας (κατ’ εικόνα Θεού και αυτό: τριαδικό), για να αποσπαστεί ένα ψίχουλο από ’δω, μια επιμήκυνση ολίγων μηνών από ’κει, να ψευτοπαρηγορηθούμε. Δεν έχουν νόημα, αφού οι ίδιοι οι λιτανεύοντες μας παρουσιάζουν το Χρέος σαν Ειμαρμένη ακατανίκητη, σαν Μοίρα μπρος στην οποία μόνο η γονυκλισία επιτρέπεται. Αλλά όπως συνήθως συμβαίνει με τους θεούς, έχει κι ο τωρινός το μειονέκτημά του: Είναι χειροποίητος, ανθρωποπλασμένος, ένα είδωλο. Και δεν συντρέχει έτσι λόγος να τον προσκυνάμε.
Εντελώς διαφορετικά πράγματα απ’ όσα μας τυραννούν σήμερα είχε στο μυαλό του ο Κωστής Παλαμάς όταν, στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», έγραφε τον στίχο «Θεός αλύπητος· το Χρέος». Για άλλο Χρέος μιλούσε, των υψηλών ιδεών, όχι γι’ αυτό που μετριέται με ευρώ. Ωστόσο δεν βρίσκονται πολύ μακριά τα λόγια του απ’ όσα συμβαίνουν τώρα και όχι μόνο επειδή η σύγχυση με τη σημασία του «χρέους» κρατάει από παλιά. Πολλοί απ’ όσους «διακονούν τα κοινά» (κατά την ψευτοταπεινή ρητορική τους) συνεχίζουν να μπερδεύουν το Χρέος τους προς την πατρίδα με το χρέος που είναι βέβαιοι πως έχει η πατρίδα απέναντι στην εκλαμπρότητά τους.
Το χρέος μας, λοιπόν, αυτό, που, όπως ειπώθηκε, χάρη στην καλοσύνη των πιστωτών μας «μειώθηκε όσο ποτέ για οποιαδήποτε χώρα», ούτε «μαζί το φτιάξαμε» ούτε «μαζί το απολαύσαμε». Δεν αποφασίζαμε όλοι μαζί για τις υπέρογκες αμυντικές δαπάνες, που όσο πιο αχρείαστες ήταν, τόσο μεγαλύτερη η μίζα τους. Δεν μπήκαμε όλοι μαζί τρελαμένοι στο σπάταλο πανηγύρι των Ολυμπιακών. Δεν φυγαδεύαμε όλοι μαζί τα περισσεύματά μας στο εξωτερικό. Δεν φτιάχναμε όλοι μαζί οφ σορ σε μακαρίους νήσους. Δεν αναλαμβάναμε όλοι μαζί έργα του Δημοσίου, που πάντοτε κόστιζαν είκοσι φορές πάνω από το συμφωνημένο και πάντοτε παραδίνονταν σκάρτα, ώστε κάτι επιπλέον να κερδίσουν με τις «επιδιορθώσεις» οι μονίμως κερδίζοντες. Δεν λέγαμε όλοι μαζί πως «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό».
Κι όμως. Μας παρουσιάζουν το Χρέος σαν Θεό από τον οποίο υποτίθεται πως όλοι έχουμε λαμβάνειν προστασία και στον οποίο, πάλι υποτίθεται, όλοι οφείλουμε να αποδίδουμε τιμές και μάλιστα με το στόμα κλειστό, να μη διαμαρτύρεται. Ο Θεός αυτός, που τώρα η «επιφάνειά» του συντελείται με τριαδική, τροϊκανική μορφή, είναι αλύπητος, αν όχι μοχθηρός και φιλέκδικος. Βεβαίως, κάποιοι απόστολοί του δηλώνουν ότι πολύ μάς συμπονούν και ότι «ματώνει η καρδιά τους» με τα παθήματά μας, αλλά έως εκεί. Εως εκεί, γιατί η απόφαση είναι ειλημμένη: Πρέπει να τιμωρηθούμε για όσα πράξαμε, ώστε να σωφρονιστούμε, να πάψουμε να «ασωτεύουμε» και να «παρασιτούμε». Και η τιμωρία μας θα ολοκληρωθεί όταν θ’ αδειάσει η ψυχή μας, όχι μόνο η τσέπη μας. Οταν θα αποδεχτούμε συρόμενοι ότι αμαρτήσαμε βαριά, ότι η ίδια η ύπαρξή μας ήταν ένα έγκλημα.
Δεν έχουν νόημα, λοιπόν, οι λιτανείες και οι περιφορές εικόνων (ο άγιος Ολάντ, η οσία Μέρκελ...) και οι δεήσεις στις οποίες επιδίδεται το ιερατείο μας (κατ’ εικόνα Θεού και αυτό: τριαδικό), για να αποσπαστεί ένα ψίχουλο από ’δω, μια επιμήκυνση ολίγων μηνών από ’κει, να ψευτοπαρηγορηθούμε. Δεν έχουν νόημα, αφού οι ίδιοι οι λιτανεύοντες μας παρουσιάζουν το Χρέος σαν Ειμαρμένη ακατανίκητη, σαν Μοίρα μπρος στην οποία μόνο η γονυκλισία επιτρέπεται. Αλλά όπως συνήθως συμβαίνει με τους θεούς, έχει κι ο τωρινός το μειονέκτημά του: Είναι χειροποίητος, ανθρωποπλασμένος, ένα είδωλο. Και δεν συντρέχει έτσι λόγος να τον προσκυνάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου